Αγγλικός όρος
psychology
Ορισμός
Η επιστήμη που ασχολείται με τις ψυχικές διαδικασίες, φυσιολογικές και μη, και τις επιδράσεις τους πάνω στην συμπεριφορά. Υπάρχουν δυο κύριες προσεγγίσεις στην έρευνα: Η ενδοσκοπική, δηλαδή η συμμετοχή στην αυτοεξέταση των ψυχικών διαδικασιών ενός ατόμου και η αντικειμενική μελέτη των ψυχικών και διανοητικών καταστάσεων άλλων ατόμων.
Ετυμολογία
[Ελλ. psyche, ψυχή + logos, λόγος]
Υπώνυμος όρος
abnormal psychology
analytic psychology
animal psychology
applied psychology
clinical psychology
criminal psychology
dynamic psychology
experimental psychology
genetic psychology
gestalt psychology
individual
psychology
physiological psychology
social psychology