Αγγλικός όρος
sputum
Ορισμός
Βλέννα η οποία αποβάλλεται από τον πνεύμονα με βήχα. Ενδέχεται να περιέχει ποικιλία υλικών από την αναπνευστική οδό,
περιλαμβανομένου, σε ορισμένες περιπτώσεις, κυτταρικών υπολειμμάτων, βλέννας, αίματος, πύου, τυρωδών υλικών και/ή μικροοργανισμών.
ΠΑΘΗΣΕΙΣ: Μια ευρεία ποικιλία ασθενειών, συμπεριλαμβανομένης της τυπικής και άτυπης πνευμονία, της φυματίωσης, του καρκίνων των πνευμόνων ή
των βρόγχων, της αλλεργικής πνευμονίας και των επαγγελματικών παθήσεων των πνευμόνων, μπορούν να διαγνωσθούν με χρώση gram ή καλλιέργεια
πτυέλων, κυτταρολογική εξέταση των πτυέλων, ή με τη χρήση ειδικών χρωστικών και μικροσκοπικών τεχνικών.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Το χρώμα ή το ιξώδες
των πτυέλων δεν μπορεί να υποστηρίξει τη διάγνωση κάποιας συγκεκριμένης ασθένειας.
Πληθυντικός
sputa
Ετυμολογία
[Λατ.]
Υπώνυμος όρος
bloody sputum
currant jelly sputum
nummular sputum
prune juice sputum
rusty
sputum
sputum specimen