Αγγλικός όρος
rheumatism
Ορισμός
Γενική, αλλά μάλλον παρωχημένη ορολογία για οξείες και χρόνιες καταστάσεις, που χαρακτηρίζονται από φλεγμονή, μυϊκή ευαισθησία και ακαμψία και άλγος στις αρθρώσεις και τις παρακείμενες δομές. Περιλαμβάνει φλεγμονώδη αρθρίτιδα (λοιμώδη, ρευματοειδή, ουρική), αρθρίτιδα λόγω ρευματικού πυρετού ή τραύματος, εκφυλιστική νόσο των αρθρώσεων, νευρογενή αρθροπάθεια, ύδραρθρο, μυοσίτιδα, θυλακίτιδα, ινομυαλγία και πολλές άλλες καταστάσεις.
Ετυμολογία
[Ελλ. rheumatismos, ρευματισμός]
Υπώνυμος όρος
acute articular rheumatism
chronic rheumatism
gonorrhoeal rheumatism
inflammatory rheumatism
muscular rheumatism
palindromic rheumatism
psychogenic
rheumatism
soft tissue rheumatism