Αγγλικός όρος
sarcoidosis
Ορισμός
Χρόνια πολυσυστηματική νόσος, αγνώστου αιτιολογίας, που χαρακτηρίζεται από σκληρά κοκκιώματα και λεμφοκυτταρική
κυψελιδίτιδα. Η σαρκοείδωση παρατηρείται κυρίως στις νοτιοανατολικές ΗΠΑ και είναι 10 φορές πιο κοινή μεταξύ μαύρων παρά λευκών και μεταξύ γυναικών
παρά αντρών.
Βλ.: εικόνα.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Στο 90% των
περιπτώσεων εμπλέκονται οι πνεύμονες, οι οποίοι αποτελούν και τη βάση των αρχικών συμπτωμάτων, τα οποία περιλαμβάνουν κόπωση, απώλεια βάρους,
ανορεξία, νυχτερινή εφίδρωση, δύσπνοια και μη παραγωγικό βήχα. Η πυλαία λεμφαδενοπάθεια ενδέχεται να προηγηθεί της ανάπτυξης αναπνευστικών
συνδρόμων εξαιτίας κυψελιδίτιδας. Περιφερειακή λεμφαδενοπάθεια, ιρίτιδα, δερματικές αλλοιώσεις, σπληνομεγαλία, ηπατομεγαλία, διάμεση νεφρίτιδα,
περιτοναϊκή συμμετοχή, η συμμετοχή άλλων σπλαγχνικών οργάνων και σκελετικές αλλοιώσεις παρατηρούνται σε ασθενείς με εκτεταμένη νόσο. Οι
ανοσολογικές ανωμαλίες περιλαμβάνουν λεμφοκυτταροπενία των Τ-κυττάρων, αυξημένο αριθμό μονοκυττάρων στο αίμα, και ανεργικές αντιδράσεις σε
δερματικούς ελέγχους έναντι κοινών αλλεργιογό-νων. Σε ένα ποσοστό περίπου 60-70% των ασθενών δεν προκαλούνται μόνιμες βλάβες στους πνεύμονες
ή άλλα όργανα. Περίπου το 20% αναπτύσσει υπολειπόμενη πνευμονική ή οφθαλμική βλάβη και το 10% περίπου πεθαίνει από προϊούσα πνευμονική ίνωση
ή από πνευμονική καρδία της δεξιάς κοιλίας (cor pulmonale).
ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Η διάγνωση επιτυγχάνεται μέσω ενός συνδυασμού κλινικών,
ακτινολογικών και ιστολογικών ευρημάτων. Η σαρκοείδωση μπορεί να διαφοροποιηθεί από άλλες ασθένειες που προκαλούν κοκκιώματα όπως η φυματίωση,
η ιστοπλάσμωση και ορισμένες άλλες μυκητιακές μολύνσεις.
Ετυμολογία
["+" + -osis, κατάσταση]