Αγγλικός όρος
siderosis
Ορισμός
1. Μορφή πνευμονοκονίωσης, ως αποτέλεσμα εισπνοής σκόνης ή ατμών που περιέχουν σωματίδια σιδήρου.
2. Η
ανώμαλη απόθεση ή συσσώρευση σιδήρου στο αίμα ή στους σωματικούς ιστούς.
siderotic, επίθ. σιδηρωτικός.
Ετυμολογία
[" + -osis,κατάσταση]
Υπώνυμος όρος
siderosis of the central nervous system
hepatic siderosis
occupational
siderosis
urinary siderosis