Αγγλικός όρος
sign
Ορισμός
1. Σύμβολο ή συντομογραφία, ιδιαίτερα εκείνων που χρησιμοποιούνται στη φαρμακοποιία.
2. Κάθε αντικειμενική απόδειξη ή
εκδήλωση μιας ασθένειας ή μιας σωματικής δυσλειτουργίας. Τα σημεία είναι προφανή για τους εξεταστές, εν αντιθέσει προς τα συμπτώματα, τα οποία είναι
προφανή μόνο στον ασθενή.
3. Η χρήση γλώσσας συμβόλων για την επικοινωνία.
Ετυμολογία
[Λατ. signum]
Υπώνυμος όρος
air bronchogram sign
anterior drawer sign
Auenbruggers sign
Aufrechts sign
Babinskis sign
beaten-silverskull sign
Cardarellis sign
chandelier sign
corona radiata sign
hair collar sign
jump sign
Levine sign
naked facet sign
objective sign
orbicular sign
physical sign
pop-eye sign
positive sign of pregnancy
presumptive sign of pregnancy
probable sign of pregnancy
psoas sign
spinnaker sail sign
steeple sign
sunset sign
vital sign