Αγγλικός όρος
thalassemia
Ορισμός
Μια ομάδα κληρονομικών αναιμιών που παρατηρούνται σε πληθυσμούς που συνορεύουν με την Μεσόγειο και τη Νοτιοανατολική Ασία. Η αναιμία παράγεται είτε από ελαττωματικό ρυθμό παραγωγής των α ή β πολυπεπτιδικών αλύσων αιμοσφαιρίνης ή από μειωμένη σύνθεση της αλύσου β. Οι ετεροζυγώτες είναι συνήθως ασυμπτωματικοί. Η σοβαρότητα των ομοζυγωτών ποικίλλει σύμφωνα με την πολυπλοκότητα του προτύπου κληρονομικότητας, αλλά η θαλασσαιμία μπορεί να είναι θανατηφόρος.
Ετυμολογία
[Ελλ. thalassa, θάλασσα, + haima, αίμα]
Υπώνυμος όρος
thalassemia intermedia
thalassemia major
thalassemia minor