Αγγλικός όρος

weight

Ορισμός

Η δύναμη της βαρύτητας που ασκείται σε ένα αντικείμενο, συνήθως από τη Γη. Η μονάδα βάρους είναι το newton. Ένα newton ισοδυναμεί με 0,102 kg. Η διαφορά ανάμεσα στο βάρος και στη μάζα είναι ότι το βάρος ενός αντικειμένου ποικίλλει ανάλογα με τη δύναμη της βαρύτητας, ενώ η μάζα του παραμένει σταθερή. Για παράδειγμα, ένα αντικείμενο έχει μικρότερο βάρος στη Σελήνη απ' ότι στη Γη, γιατί η δύναμη της βαρύτητας είναι μικρότερη στη Σελήνη, αλλά το αντικείμενο αυτό έχει την ίδια μάζα και στα δύο μέρη.

Πολλές νόσοι προκαλούν μεταβολές στο βάρος του σώματος (ΒΣ): για παράδειγμα, το

ΒΣ μειώνεται στη νόσο του Addison, στο AIDS, στον καρκίνο, στη χρόνια διάρροια, στις χρόνιες λοιμώξεις, στον μη αντιμετωπιζόμενο σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι, στην ανορεξία, στην παρατεταμένη γαλουχία, στον μαρασμό, στην απόφραξη του πυλωρού ή του θωρακικού πόρου, στον λιμό, στη φυματίωση και στο πεπτικό έλκος.

Το φυσιολογικό βάρος εξαρτάται από το σκελετό του ατόμου.

Βλ.: πίνακας

Ετυμολογία

[Αγγλ. Σαξ. gewiht]

Υπώνυμος όρος

apothecaries' weight
atomic weight
avoirduposis weight
birth weight
weight cycling
equivalent weight
ideal body weight
weight loss
low birth weight
molecular weight
set point weight
usual body weight
weight in volume
weight in weight