Αγγλικός όρος
needle
Ορισμός
Ένα αιχμηρό εργαλείο για τη συρραφή, τη σύνδεση, την παρακέντηση ή τον καθετηριασμό. Μπορεί να είναι ευθύ, ημικεκλιμένο, πλήρως κεκλιμένο, ημικυκλικό, διπλά κεκλιμένο (μερικές φορές αποκαλούμενο «S-» ή σιγμοειδούς σχήματος), με διπλά άκρα, αιχμηρό ή με αμβλεία αιχμή, συμπαγές, ή κενό στο εσωτερικό του. Η τέμνουσα άκρη και η στρογγυλή αιχμή είναι οι δύο ταξινομήσεις των βελονών. Οι βελόνες με τέμνουσα αιχμή χρησιμοποιούνται στο δέρμα και τον πυκνό ιστό, ενώ οι βελόνες με στρογγυλή αιχμή χρησιμοποιούνται για τις λεπτότερες επεμβάσεις, ιδιαίτερα στους μαλακούς ιστούς. Όταν μια βελόνα χρησιμοποιείται για συρραφή, το υλικό συρραφής μπορεί να συνδεθεί μέσω ενός οφθαλμού, γαλλικού ματιού, ή συχνότερα με προσάρτημα που είναι εύκολα αποσπάσιμο.
Ετυμολογία
[Αγγλ. Σαξ. naedl]
Υπώνυμος όρος
aneurysm needle
aspirating
needle
atraumatic needle
cataract needle
discission needle
Hagedom needle
hypodermic needle
knife needle
ligature needle
obturator needle
pencil-point needle
Reverdins needle
scalp vein needle
stop needle