Αγγλικός όρος
benzene, benzin, benzine
Ορισμός
C6H6
Πολύ εύφλεκτο, πτητικό υγρό που αποτελεί το απλούστερο μέλος των
αρωματικών υδρογονανθράκων. Δεν αναμειγνύεται με το νερό και διαλύεται στα λίπη. Χρησιμοποιείται ως διαλύτης και στη σύνθεση των χρωστικών ουσιών
και φαρμάκων. Η ρίζα C6H6 ανευρίσκεται στους χημικούς τύπους του φαινόλιου, του διμεθυλοαμινοαζοβενζόλιου (Βλ.: azo
compounds) και του βενζοϊκού οξέος.
Συνώνυμο
benzol
Ετυμολογία
[benz(oin) + Ελλ. ewe, επίθεμα στη χημεία που σημαίνει ακόρεστο μείγμα]