Αγγλικός όρος
pacemaker
Ορισμός
1. Οτιδήποτε επηρεάζει τη συχνότητα ή το ρυθμό πραγματοποίησης κάποιας δραστηριότητας ή διαδικασίας.
2.
Στην καρδιολογία, ένα εξειδικευμένο κύτταρο ή ομάδα κυττάρων που παράγουν αυτόματα ερεθίσματα, τα οποία διαδίδονται σε άλλες περιοχές της καρδιάς. Ο
φυσικός βηματοδότης της καρδιάς είναι ο φλεβοκολπικός κόμβος ή φλεβόκομβος, μια ομάδα κυττάρων στο δεξιό καρδιακό κόλπο, κοντά στην είσοδο της άνω
κοίλης φλέβας.
3. Γενικά αποδεκτή ονομασία για τον τεχνητό καρδιακό βηματοδότη.
Ετυμολογία
[Λατ.passus, βήμα + Αγγλ. Σαξ. macian, ποιώ]
Υπώνυμος όρος
artificial cardiac
pacemaker
breathing pacemaker
DDD pacemaker
DDI pacemaker
demand pacemaker
dual-chamber pacemaker
ectopic
pacemaker
failure of artificial pacemaker
fixed rate pacemaker
internal pacemaker
programmable pacemaker
rate-responsive
pacemaker
temporary pacemaker
transcutaneous pacemaker
transthoracic pacemaker
wandering pacemaker