Αγγλικός όρος
biopsy
Ορισμός
Η λήψη αντιπροσωπευτικού ιστικού δείγματος για μικροσκοπική εξέταση, συνήθως για την επιβεβαίωση μιας διάγνωσης. Ο ιστός μπορεί να ληφθεί χειρουργικά ή με τη χρήση μιας σύριγγας και μιας βελόνας. Η όλη διαδικασία μπορεί να εκτελεστεί με τη βοήθεια αξονικής τομογραφίας, υπερηχογραφίας, μαγνητικής τομογραφίας ή ακτινογραφίας ή μπορεί να εκτελεστεί χωρίς απεικονιστική μέθοδο (δηλ. "τυφλά").
Ετυμολογία
[" + opsis, όψη]
Υπώνυμος όρος
aspiration biopsy
brush biopsy
cone biopsy
endometrial biopsy
fine needle
aspiration biopsy
liver biopsy
muscle biopsy
needle biopsy
percutaneous breast biopsy
percutaneous renal biopsy
percutaneous transthoracic needle aspiration biopsy
punch biopsy
sentinel node biopsy
suction biopsy