Αγγλικός όρος
lesion
Ορισμός
1. Μια αφορισμένη περιοχή παθολογικά τροποποιημένου ιστού.
2. Ένα τραύμα ή πληγή.
3. Μια λοιμώδης κηλίδα σε μια
δερματική νόσο.
Οι πρωτοπαθείς ή αρχικές βλάβες περιλαμβάνουν σπίλους, κυστίδια, κύστεις ή πομφόλυγες, σκληρά έλκη, φλύκταινες, βλατίδες, φυμάτια,
πομφούς και όγκους. Οι δευτεροπαθείς βλάβες αποτελούν το αποτέλεσμα των πρωτοπαθών. Μπορεί να είναι εφελκίδες, εκδορές, ραγάδες,
μελαγχρωματώσεις, φολίδες, ουλές και εξελκώσεις.
Ετυμολογία
Λατ. laesio, πληγή
Υπώνυμος όρος
Bankart lesion
coin
lesion
degenerative lesion
Dieulafoy lesion
diffuse lesion
focal lesion
gross lesion
indiscriminate lesion
initial lesion of
syphilis
irritative lesion
lower motor neuron lesion
low-grade squamous intraepithelial lesion
peripheral lesion
primary lesion
reverse
Hill Sachs lesion
structural lesion
systemic lesion
toxic lesion
vascular lesion