Αγγλικός όρος
eyelid
Ορισμός
Μία από τις δύο κινητές προστατευτικές πτυχές που καλύπτουν την πρόσθια επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού όταν συγκλίνουν. Χωρίζονται μεταξύ τους από τη βλεφαρική σχισμή. Το άνω βλέφαρο είναι το μεγαλύτερο και το πιο κινητό. Ανασπάται με τη σύσπαση του ανελκτήρα μυ του άνω βλεφάρου. Οι γωνίες που σχηματίζονται στο έσω και έξω άκρο των βλεφάρων ονομάζονται κανθοί. Οι βλεφαρίδες αναδύονται από τα χείλη των βλεφάρων. Η οπίσθια επιφάνειά τους επενδύεται εσωτερικά από τον επιπεφυκότα, ένα βλεννογόνο υμένα.
Υπώνυμος όρος
drooping eyelid
fused eyelid