Αγγλικός όρος

mucosa

Ορισμός

Μια βλεννογόνος μεμβράνη ή υγρή στιβάδα ιστού, η οποία επενδύει τα κοίλα όργανα και τις κοιλότητες του σώματος που επικοινωνούν με το περιβάλλον. Αποτελείται από μια επιθηλιακή στιβάδα σε μία βασική μεμβράνη και μια στιβάδα συνδετικού ιστού. Ο ιστός που επενδύει τον πεπτικό σωλήνα περιέχει επίσης ένα στρώμα λείων μυών που λέγεται μυϊκή στοιβάδα του βλεννογόνου. Ο τύπος του επιθηλίου, το πάχος και η παρουσία ή η απουσία αδένων ποικίλλουν ανάλογα με τη λειτουργία και την εντόπιση του βλεννογόνου.

Πληθυντικός

mucosae

Ετυμολογία

[Λατ., βλέννα]

Υπώνυμος όρος

alveolar mucosa
buccal mucosa
lingual mucosa
masticatory mucosa
nasal mucosa
oral mucosa