Αγγλικός όρος
bronchospasm
Ορισμός
Μη φυσιολογική στένωση, μαζί με μερική απόφραξη, του αυλού των βρόγχων, λόγω σπασμού του περιβρογχικού λείου μυός. Κλινικά ο βρογχόσπασμος συνοδεύεται με βήχα και δύσπνοια. Ο βρογχόσπασμος λαμβάνει χώρα σε αντιδραστικές πνευμονοπάθειες, όπως το άσθμα και η βρογχίτιδα. Η θεραπεία μπορεί να συμπεριλαμβάνει βρογχοδιασταλτικά και κορτικοστεροειδή.
Ετυμολογία
[" + spasmos, σπασμός]