Αγγλικός όρος
enema
Ορισμός
1. Η εισαγωγή ενός διαλύματος στο ορθό και στο παχύ έντερο για τη διέγερση της εντερικής δραστηριότητας και για την
πρόκληση της κένωσης του κατώτερου εντέρου, για διατροφικούς η θεραπευτικούς σκοπούς, για χορήγηση αναισθησίας η για υποβοήθηση σε ακτινολογικές
εξετάσεις.
2. Το διάλυμα που εισάγεται στο ορθό.
Ετυμολογία
(Ελλ.)
Υπώνυμος όρος
air-contrast enema
barium enema
emollient enema
high enema
lubricating enema
medicinal enema
nutrient enema
nutritive enema
physiological salt solution enema
purgative enema
retention enema
saline enema
soapsuds enema