Αγγλικός όρος
hypothyroidism
Ορισμός
Οι κλινικές συνέπειες ανεπαρκών επιπέδων θυρεοειδούς ορμόνης στο σώμα. Όταν η θυρεοειδική ανεπάρκεια είναι μακροπρόθεσμη ή βαριά, έχει ως αποτέλεσμα μειωμένο βασικό μεταβολισμό, δυσανεξία στο ψύχος, εξάντληση, πνευματική απάθεια, σωματική νωθρότητα, δυσκοιλιότητα, μυϊκούς πόνους, ξηροδερμία και ξηρές τρίχες και αδρά χαρακτηριστικά. Συγκεντρωτικά, αυτά τα συμπτώματα καλούνται μυξοίδημα. Στη βρεφική ηλικία τα ανεπαρκή επίπεδα θυρεοειδούς ορμόνης προκαλούν κρετινισμό.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Οι περισσότεροι ασθενείς με υποθυρεοειδισμό έχουν είτε θυρεοειδίτιδα Hashimoto ή έλαβαν θεραπεία για υπερθυρεοειδισμό, είτε με θυρεοειδεκτομή ή με ραδιενεργό ιώδιο. Περιστασιακά ο υποθυρεοειδισμός είναι φαρμακοεπαγόμενος, π.χ., σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιθυρεοειδικά φάρμακα ή τον αντιαρρυθμικό παράγοντα αμιωδαρόνη. Σπανίως, ο υποθυρεοειδισμός προκαλείται από ανεπαρκή διέγερση του θυρεοειδούς από την πρόσθια υπόφυση ή από την ανεπαρκή έκλυση της εκλυτικής ορμόνης της θυρεοτροπίνης από τον υποθάλαμο.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Αρκετά προτού γίνουν εμφανή τα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού, η πάθηση μπορεί να διαγνωσθεί με ελέγχους της θυρεοειδικής λειτουργίας. Η δοκιμασία TSH πλάσματος χρησιμοποιείται για την ανίχνευση της πάθησης· εάν είναι υψηλή, τότε είναι πιθανό να υπάρχει υποθυρεοειδισμός. Άλλοι έλεγχοι, συμπεριλαμβανομένου ενός χαμηλού δείκτη ελεύθερης Τ4, επιβεβαιώνουν τη διάγνωση.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Για τους περισσότερους ασθενείς, η εφ' όρου ζωής χορήγηση θυρεοειδούς ορμόνης αποκαθιστά τον φυσιολογικό μεταβολισμό και την ευεξία. Η αποτυχία θεραπείας του υποθυρεοειδισμού καταλήγει αναπόφευκτα σε μυξοίδημα, ακόλουθο κώμα ή στο θάνατο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο φαρμακοεπαγόμενος υποθυρεοειδισμός δε χρήζει άλλης θεραπείας, παρά της διακοπής του υπεύθυνου παράγοντα ή της ρύθμισης της δόσης του.
ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Ο ασθενής εξετάζεται για ενδείξεις ελαττωμένου μεταβολικού ρυθμού· εύκολη εξάντληση· ψυχρό, ξηρό και κολλώδες δέρμα· υπερκαροτιναιμία· απώλεια μαλλιών και φρυδιών· εύθραυστα νύχια· διογκωμένο πρόσωπο και περικογχικό οίδημα· παραισθησίες· αταξία· δυσανεξία στο ψύχος· βραδυκαρδία· μειωμένη καρδιακή παροχή· μυϊκό πόνο και δυσκαμψία των αρθρώσεων· μεταβολές στις κενώσεις· ακανόνιστες εμμηνόρροιες· και ελαττωμένη σεξουαλική επιθυμία. Παρακολουθούνται τα ζωτικά σημεία, η πρόσληψη υγρών, η αποβολή ούρων, το βάρος και η νευρολογική κατάσταση. Πραγματοποιούνται διαγνωστικοί έλεγχοι και εξηγούνται οι αναμενόμενες αισθήσεις καθενός εξ' αυτών. Χορηγούνται και εξηγούνται η μακροπρόθεσμη αντικατάσταση ορμονών και άλλες θεραπείες με στόχο την αποκατάσταση μιας φυσιολογικής μεταβολικής κατάστασης.
Υποβοηθούνται ο ασθενής και η οικογένειά του να αντιμετωπίσουν τις ψυχοκοινωνικές και ψυχοκινητικές επιδράσεις του μειωμένου μεταβολισμού. Αυξάνεται προοδευτικά το επίπεδο δραστηριοτήτων του ασθενή, καθώς προχωρά η θεραπεία, ενώ η επαρκής ανάπαυση αποτελεί διαρκή προτεραιότητα, προκειμένου να περιορισθεί η εξάντληση και να ελαττωθεί η ανάγκη του μυοκαρδίου σε οξυγόνο. Ο ασθενής πρέπει να φορά ή να φέρει ιατρική συσκευή αναγνώρισης που περιγράφει την πάθηση και τη θεραπεία της, καθώς και να μεταφέρει διαρκώς μαζί του τα φάρμακα. Τα επιθυμητά αποτελέσματα περιλαμβάνουν την κατανόηση από τον ασθενή και τη συνεργασία του στη θεραπευτική αγωγή, την αποκατάσταση του φυσιολογικού επιπέδου δραστηριοτήτων, την απουσία επιπλοκών και την αποκατάσταση της ψυχολογικής ευεξίας.
Υπώνυμος όρος
subclinical hypothyroidism