Αγγλικός όρος
dizziness
Ορισμός
1. Αδιαθεσία, αστάθεια, απώλεια προσανατολισμού στο χώρο ή απώλεια ισορροπίας.
2. Γενικευμένη αδυναμία, εξασθένηση
ή προσυγκοπή.
3. Διανοητική αβεβαιότητα· δυσκολία στη συγκέντρωση· αίσθημα αποκοπής από την φυσιολογική αίσθηση της διαύγειας ή της
επικέντρωσης.
Συνώνυμο
giddiness
Ετυμολογία
[Αγγλ. Σαξ. dysig, ανόητος]