Αγγλικός όρος
sugar
Ορισμός
Υδατάνθρακας μικρού μοριακού βάρους με γλυκιά γεύση, της ομάδας των μονο- ή δισακχαριτών. Μερικά κοινά σάκχαρα είναι
η φρουκτόζη, η γλυκόζη, η λακτόζη, η μαλτόζη, η σακχαρόζη και η ξυλόζη. H από του στόματος ή παρεντερική χορήγηση σακχάρων μπορεί να προλάβει την
υπογλυκαιμία που προκαλείται από την ινσουλίνη ή από του στόματος χορηγούμενους υπογλυκαιμικούς παράγοντες.
ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ: Τα σάκχαρα
ταξινομούνται με δύο τρόπους: τον αριθμό των ατόμων απλών σακχάρων που λαμβάνονται με υδρόλυση ενός μορίου του δοθέντος σακχάρου και τον αριθμό
των ατόμων άνθρακα στα μόρια των σακχάρων που λαμβάνονται. Επομένως η γλυκόζη είναι μονοσακχαρίτης επειδή δεν μπορεί να υδρολυθεί σε
απλούστερο σάκχαρο, και εξόζη επειδή περιέχει έξι άτομα άνθρακα ανά μόριο. H σακχαρόζη είναι δισακχαρίτης διότι με η υδρόλυσή της παράγει δύο μόρια,
ένα γλυκόζης και ένα φρουκτόζης.
Ετυμολογία
[Αρχ. Γαλλ. zuchre]
Υπώνυμος όρος
blood sugar
cane sugar
fruit
sugar
invert sugar
malt sugar
milk sugar
muscle sugar
simple sugar
wood sugar