Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υιοθέτησε το “βιοψυχοκοινωνικό” μοντέλο, εγκρίνοντας την “Διεθνή ταξινόμηση της...
Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας υιοθέτησε το “βιοψυχοκοινωνικό” μοντέλο, εγκρίνοντας την “Διεθνή ταξινόμηση της Λειτουργικότητας, της Αναπηρίας και της Υγείας (ICF)” ως εργαλείο για την έρευνα αλλά και την παρακολούθηση ατόμων που νοσούν. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, η λειτουργικότητα και η υγεία προκύπτουν ως αποτέλεσμα πολλών παραγόντων πέραν των καθαρά βιολογικών, ενώ σύμφωνα με τη “διεθνή ταξινόμηση” για τη μέτρηση του επιπέδου λειτουργικότητας πρέπει να αξιολογηθούν τρία επίπεδα της ανθρώπινης λειτουργικότητας. Το πρώτο επίπεδο αναφέρεται σε πιθανά δομικά προβλήματα και αλλοιώσεις στη λειτουργικότητα του σώματος, όπως για παράδειγμα, η ανάπτυξη φλεγμονής ή η εμφάνιση καταθλιπτικής συμπτωματολογίας. Το δεύτερο επίπεδο αφορά στην αξιολόγηση πιθανών περιορισμών στη δραστηριότητα, τι, δηλαδή, μπορεί να κάνει το άτομο σε ένα δεδομένο περιβάλλον. Τέλος, το τρίτο επίπεδο αφορά στη συμμετοχή σε δραστηριότητες (εργασιακές, φιλικές, ψυχαγωγικές), τι κάνει τελικά το άτομο στην καθημερινότητα του.
(σχήμα παρακάτω)
Το παραπάνω πλαίσιο σηματοδότησε μια σημαντική μετατόπιση στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την υγεία και την αναπηρία, με την έννοια ότι ορίζει αλλά και εξαρτά αυτές τις έννοιες από πολλούς πλέον παράγοντες.
Έτσι, ένα άτομο δεν χαρακτηρίζεται υγιές μόνο βάσει της απουσίας εμφανούς σωματικής συμπτωματολογίας, αλλά και βάσει των δραστηριοτήτων και της συμμετοχής του στο κοινωνικό πεδίο. Αντίστοιχα αναγνωρίζεται ότι διερευνώντας μια διαταραχή στην κατάσταση υγείας θα χρειαστεί να εξετάσουμε προσωπικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, όχι μόνο λοιπόν τα συμπτώματα που εμφανίζει ένα άτομο, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτά εμφανίζονται και τα λοιπά χαρακτηριστικά που φέρει και μπορεί να επηρεάζουν την κατάσταση.
Ονομάζουμε περιβαλλοντικούς παράγοντες στοιχεία του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος αλλά και των συμπεριφορών – στάσεων που επικρατούν και που ενδέχεται να διευκολύνουν ή να παρεμποδίσουν τη λειτουργικότητα μας (π.χ. η ύπαρξη ή απουσία πρόβλεψης για την προσβασιμότητα ατόμων με κινητικά προβλήματα σε υπηρεσίες ή χώρους εργασίας).
Από την άλλη πλευρά προσωπικοί παράγοντες που επιδρούν στην λειτουργικότητα μπορούν να θεωρηθούν στοιχεία που χαρακτηρίζουν αποκλειστικά το άτομο όπως το φύλο, η ηλικία, η μόρφωση, οι συνήθειες ,ο τρόπος ζωής, οι ψυχικοί μηχανισμοί που έχει αναπτύξει.
Ψυχολογικοί παράγοντες μπορεί να υπεισέρχονται τόσο στις λειτουργίες του σώματος, όσο και στους προσωπικούς παράγοντες.
Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η καταθλιπτική συμπτωματολογία (ως διαταραχή της συναισθηματικής λειτουργίας) που συνοδεύει συχνά τις φλεγμονώδεις ρευματικές παθήσεις συνιστά μια διαταραχή των λειτουργιών του σώματος είτε ως άμεση συνέπεια του νοσήματος (επίδραση κυτοκινών) είτε ως συναισθηματική αντίδραση στην εμφάνιση του.
Εξίσου όμως η καταθλιπτική συμπτωματολογία εξελίσσεται και βάσει προσωπικών παραγόντων. Έτσι τα γνωστικά σχήματα και οι συμπεριφορικές τεχνικές που αναπτύσσει το άτομο για να αντιμετωπίσει αγχογόνες καταστάσεις (ο τρόπος δηλαδή που σκέφτεται για την ασθένεια, ο τρόπος που την αιτιολογεί, οι μέθοδοι που ακολουθεί για να την αντιμετωπίσει) επηρεάζουν την συναισθηματική λειτουργία. Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζει η νοηματοδότηση της εμπειρίας του, το κατά πόσο αποδίδει τον έλεγχο της πάθησης στον εαυτό ή στους άλλους, ο τρόπος που δομεί τις διαπροσωπικές του σχέσεις (για παράδειγμα ο βαθμός στον οποίο έχει μάθει να ζητάει και να δέχεται βοήθεια).
Οι προσωπικοί αυτοί παράγοντες δεν είναι αμετάβλητοι, αλλά καθορίζονται εξίσου από όλους τους άλλους παράγοντες. Έτσι ένα άτομο που έρχεται σταθερά αντιμέτωπο με την κρισιμότητα και το αναπόφευκτο μιας χρόνιας πάθησης είναι πολύ πιθανό να αναπτύξει το αίσθημα του αβοήθητου.
Από την άλλη πλευρά η συνεργασία με ένα επαγγελματία ψυχικής υγείας μπορεί να βοηθήσει στην επεξεργασία αυτού του αισθήματος ώστε το άτομο να αναγνωρίζει τις πηγές βοήθειας που υπάρχουν στην πραγματικότητα και να τις αξιοποιεί.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι όταν κάποιος νοσεί είναι σημαντικό να λαμβάνουμε υπόψη (είτε νοσούμε οι ίδιοι, είτε είμαστε συγγενείς, φίλοι, επαγγελματίες) που βρίσκεται αυτό το άτομο , πώς λειτουργεί, τι μπορεί να τον/την εμποδίζει και τι θα μπορούσε να τον/την βοηθήσει να διαχειριστεί και να κατανοήσει καλύτερα αυτό που συμβαίνει. Αξιολογώντας συνολικά τους τομείς στους οποίους το άτομο αντιμετωπίζει δυσκολία, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά της ζωής του πριν το νόσημα καθώς και το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, εν ολίγοις διερευνώντας όλους τους παράγοντες που παρουσιάστηκαν παραπάνω είμαστε θέση να σχεδιάσουμε παρεμβάσεις που θα λειτουργούν ενισχυτικά για την υγεία του ατόμου, όπως αυτή ορίζεται συνολικά.
Δάφνη Αρετάκη
Ψυχολόγος
Υπεύθυνη της ψυχοκοινωνικής παρέμβασης της ΕΛ.Ε.ΑΝ.Α.
http://arthritis.org.gr/77036-2/