Οι ασθενείς με καρκίνο διατρέχουν υψηλό κίνδυνο σοβαρής νόσου COVID-19, με υψηλή νοσηρότητα και θνησιμότητα. Επιπλέον, η μειωμένη χυμική απόκριση (παραγωγή αντισωμάτων) καθιστά τα εμβόλια έναντι του SARS-CoV-2 λιγότερο αποτελεσματικά, ενώ παράλληλα οι θεραπευτικές επιλογές έναντι της σοβαρής λοίμωξης COVID-19 είναι περιορισμένες και αφορούν κυρίως υποστηρικτική αγωγή.
Τα δεδομένα για την αποτελεσματικότητα της χορήγησης πλάσματος αναρρωσάντων από COVID-19 σε ασθενείς υψηλού κινδύνου για σοβαρή COVID-19 είναι επίσης περιορισμένα. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής – Επιδημιολογίας), Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα ευρήματα της τυχαιοποιημένης κλινικής μελέτης των C.M. Denkinger και συνεργατών που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην έγκριτη επιστημονική επιθεώρηση Nature Cancer.
Οι ερευνητές πραγματοποίησαν μια τυχαιοποιημένη, ανοιχτής επισήμανσης, πολυκεντρική δοκιμή σε 134 νοσηλευόμενους ασθενείς με σοβαρή νόσο COVID-19 που ανήκαν τέσσερις ομάδες κινδύνου, ως ακολούθως: 56 είχαν διαγνωσθεί με καρκίνο, 16 είχαν ανοσοκαταστολή, 36 είχαν εργαστηριακούς παράγοντες κινδύνου και 26 είχαν προχωρημένη ηλικία. Οι συμμετέχοντες τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν την κλασική περίθαλψη (ομάδα ελέγχου) ή την κλασική θεραπεία μαζί με πλάσμα αναρρωσάντων από COVID-19. Συνολικά, δεν παρατηρήθηκαν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες που να σχετίζονται με τη θεραπεία με πλάσμα αναρρωσάντων.
Η κλινική βελτίωση των ασθενών αποτέλεσε το πρωτεύον καταληκτικό σημείο της μελέτης και αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας μια κλίμακα επτά βαθμίδων. Τα δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία ήταν ο χρόνος μέχρι το εξιτήριο από το νοσοκομείο και η συνολική επιβίωση. Όσον αφορά στο συνολικό πληθυσμό της μελέτης, (134 άτομα), οι ασθενείς που έλαβαν πλάσμα αναρρωσάντων δεν εμφάνισαν στατιστικά σημαντική μεγαλύτερη κλινική βελτίωση συγκριτικά με όσους δεν έλαβαν πλάσμα (P = 0,205). Ωστόσο, οι ασθενείς με καρκίνο του αίματος ή συμπαγών οργάνων που έλαβαν πλάσμα αναρρωσάντων παρουσίασαν συντομότερο διάμεσο χρόνο κλινικής βελτίωσης (P = 0,003) και βελτιωμένη επιβίωση (P = 0,042) έναντι όσων δεν έλαβαν πλάσμα.
Η δραστηριότητα των εξουδετερωτικών αντισωμάτων αυξήθηκε στην ομάδα των ασθενών με καρκίνο που έλαβαν πλάσμα αναρρωσάντων αλλά όχι στην ομάδα ελέγχου (P = 0,001). Συμπερασματικά, το πλάσμα αναρρωσάντων φαίνεται ότι μπορεί να βελτιώσει την έκβαση των ασθενών με COVID-19 και καρκίνο, οι οποίοι εμφανίζουν υποβέλτιστη ανοσολογική απόκριση.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}