Ο εκσυγχρονισμός και η αναμόρφωση του ΕΣΥ αποτελεί ένα από τα μεγάλα στοιχήματα για την επόμενη κυβέρνηση.
Η πανδημία ανέδειξε τα σοβαρά ελλείμματα του δημόσιου συστήματος, το οποίο έφτασε συχνά στα όρια του κορεσμού. Τα διαρθρωτικά προβλήματα "φωνάζουν" για λύση και το πολιτικό δυναμικό καλείται να ξεπεράσει αδράνειες και εμπόδια δεκαετιών, προκειμένου να αλλάξει την εικόνα.
Στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, η Υγεία βρέθηκε ψηλά στην ατζέντα των μεγάλων κομμάτων, τα οποία δημοσιοποίησαν μία σειρά από προτάσεις και θέσεις.
Το ενδιαφέρον τους δεν είναι άσχετο από την ανάγκη για αλλαγές που προτάσσουν οι πολίτες: Σε πρόσφατη δημοσκόπηση, 7 στους 10 δήλωσαν πως πρέπει να βρίσκεται σε πρώτη προτεραιότητα την επόμενη των εκλογών.
Το κύριο πρόβλημα του δημόσιου συστήματος Υγείας είναι οι ανισότητες, οι οποίες διαπερνούν όλα τα επίπεδα παροχής φροντίδας. Από την επείγουσα έως τη νοσοκομειακή. Προβλήματα υπάρχουν ακόμη σε εύπορους πολίτες, οι οποίοι τυχαίνει να διαμένουν σε νησιωτικές ή άλλες περιοχές, με φτωχό δίκτυο υπηρεσιών περίθαλψης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι περισσότεροι γιατροί απασχολούνται στα μεγάλα αστικά κέντρα και ελάχιστοι στις νησιωτικές περιοχές. Στο σύνολο της χώρας αναλογούν 62,3 γιατροί ανά 10.000 πολίτες. Η αναλογία είναι συντριπτικά υπέρ της Αττικής, με 81,2 γιατρούς ανά 10.000, ενώ στο Βόρειο Αιγαίο είναι μόλις 33,7 και στο Νότιο Αιγαίο 37,8.
Ο συνολικός αριθμός των γιατρών ξεπερνά τις 66.000 και από αυτούς, οι 30.000 εργάζονται στην Αττική, οι 1.316 στο Νότιο Αιγαίο (Δωδεκάνησα, Κυκλάδες) και οι 768 στο Βόρειο Αιγαίο (Λέσβος, Σάμος, Χίος).
Σύνολο | Αττική | Βόρειο και Νότιο Αιγαίο | |
Γιατροί | 66.504 | 30.334 | 2.084 |
Γιατροί ανά 10.000 κατοίκους | 62,3 | 81,2 | 35,6 |
Νοσηλείες | 2.400.000 | 900.000 | 80.000 |
Χρηματοδότηση
Ο παράγοντας που εντείνει τις ανισότητες είναι η χρηματοδότηση του συστήματος Υγείας. Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το σύνολο των δαπανών για την Υγεία στην Ελλάδα ανήλθε το 2020 στο 9,5% του ΑΕΠ, από τα οποία το 5,9% προήλθε από τον κρατικό προϋπολογισμό και το 3,2% από πληρωμές των νοικοκυριών.
Στο Βέλγιο, οι δαπάνες ανήλθαν στο 11,1% του ΑΕΠ (8,8% δημόσιες), στη Γαλλία 12,2% του ΑΕΠ (10,3% δημόσιες), στη Γερμανία στο 12,8% (10,9% δημόσιες) στην Ιταλία στο 9,6% (7,3% δημόσιες) και στην Ισπανία στο 10,7% (7,8% δημόσιες).
Σε πρόσφατη έκθεση της "Κομισιόν" αναφέρεται πως ιστορικά, οι δαπάνες για την Υγεία στην Ελλάδα ήταν χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ τα εκτεταμένα μέτρα συγκράτησης του κόστους και αποδοτικότητας που θεσπίστηκαν μετά την οικονομική κρίση του 2009 οδήγησαν σε απότομες μειώσεις. Από το 2015 η τάση αυτή έχει αντιστραφεί, με μικρές αλλά σταθερές αυξήσεις των δαπανών.
Λιγότερο από το 60% των δαπανών στην Ελλάδα είναι δημόσιες, ενώ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό (35%) καταβάλλεται απευθείας από τα νοικοκυριά, κυρίως με τη μορφή συμμετοχής για φάρμακα και άμεσων πληρωμών για υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονται στη δέσμη παροχών.
Νοσοκομεία
Το ελληνικό σύστημα Υγείας είναι "νοσοκομειοκεντρικό", με τις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες δομές του ΕΣΥ να απορροφούν τεράστιο ποσοστό της συνολικής χρηματοδότησης. Από το 9,5% του ΑΕΠ που διατέθηκε το 2020 στην Υγεία, το 3,9% αφορούσε νοσοκομεία και μονάδες αποκατάστασης.
Το αντίστοιχο ποσοστό στο Βέλγιο ήταν 3,4% του ΑΕΠ, στη Γαλλία 3,1%, στη Γερμανία 3,4%, στην Ιταλία 2,7%, στην Πορτογαλία 2,1% και στην Ισπανία 2,9% του ΑΕΠ.
Στην έκθεση της Κομισιόν τονίζεται πως, ως ποσοστό των τρεχουσών δαπανών για την Υγεία, το 44% διατέθηκαν για ενδονοσοκομειακή περίθαλψη. Πρόκειται για το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ μετά τη Ρουμανία, καθώς ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 29%.
Οι πόροι που διαθέτει η Ελλάδα για τη μακροχρόνια φροντίδα είναι συγκριτικά χαμηλοί - μόλις 1,7% των συνολικών δαπανών σε σύγκριση με το πολύ υψηλότερο ποσοστό της τάξης του 16,3 % στην ΕΕ, ενώ οι δαπάνες για την προληπτική φροντίδα (1,4%) είναι από τις χαμηλότερες (ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 2,9%).
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}