«Δύο πρόσωπα που αναζητούν το ένα την ταυτότητα του άλλου, έπειτα από πολύχρονη συμβίωση. Που αναζητούν όμως και το καθένα τη δική του ταυτότητα, μέσα ακριβώς από τη σχέση με τον άλλο, και μέσα από ένα στρατήγημα που δοκιμάζει την αγάπη τους, για να την αποκαταστήσει στο τέλος….». Από την τρίτη έκδοση της «Ταυτότητας» του Μίλαν Κούντερα που έφυγε από κοντά μας στις 11 του φετινού Ιουλίου. Αν και είναι περισσότερο γνωστός, στο ευρύ κοινό, λόγω της «Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι», στην Ελλάδα –μάλιστα- και λόγω της, δημόσια, δεδηλωμένης προτιμήσεως μίας πρωθυπουργικής συζύγου στο συγκεκριμένο έργο, για εμένα, κορυφαίο του βιβλίο και αγαπημένο μου είναι η «Ταυτότητα» και μάλιστα, εκείνη η «τριακοστή χιλιάδα» από τις εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ» που διάβαζα τριτοετής φοιτητής στη Θεσσαλονίκη, αντί για την Παθολογοανατομία της Ιατρικής Σχολής, μέσα από τις σελίδες της οποίας ο Κούντερα «ασκούσε αριστοτεχνικά το ζωοτόμο (για να μιλήσουμε όπως ο Μούζιλ) βλέμμα του μυθιστοριογράφου, με ύφος διεισδυτικό, αναιδές, γλυκόπικρο, αποσυνθέτοντας ακούραστα όλους τους καθησυχαστικούς κονφορμισμούς που συνθέτουν την ανθρώπινη κωμωδία.»
«Όταν εμφανίστηκε ο Ζαν-Μαρκ στην πόρτα του δωματίου, η Σαντάλ είχε όλη την καλή διάθεση να είναι χαρούμενη: ήθελε να τον αγκαλιάσει, αλλά δεν μπορούσε. Από την ώρα που έφυγε από το καφενείο ήταν σε υπερένταση, σε εκνευρισμό και βυθισμένη σε τέτοια κακοκεφιά, που φοβήθηκε, μήπως η κίνηση αγάπης την οποία θα επιχειρούσε, φανεί βεβιασμένη και προσποιητή. Έπειτα ο Ζαν Μαρκ τη ρώτησε: «Τι συνέβη;» Του είπε πως κοιμήθηκε άσχημα, πως ήταν κουρασμένη, μα δεν κατάφερε να τον πείσει, και εκείνος συνέχισε να της κάνει ερωτήσεις. Η Σαντάλ δεν ήξερε πώς να ξεφύγει από αυτήν την ιερά εξέταση της αγάπης και θέλησε να του πει κάτι αστείο. Έτσι της ξανάρθε στο μυαλό η πρωινή της βόλτα και οι άνδρες οι μεταμορφωμένοι σε παιδόδεντρα….Αυτή τη μελαγχολία την ένιωθε κολλημένη πάνω στο πρόσωπό της και ήξερε, αμέσως, ότι θα παρερμηνευθεί. Τον είδε που την κοιτούσε, επί ώρα, σοβαρά, και είχε την αίσθηση ότι το βλέμμα αυτό άναβε φωτιά στα βάθη του κορμιού της….Ένιωθε να καίει σαν αναμμένο δαδί ενώ ο ιδρώτας κυλούσε πάνω στο δέρμα της, το ήξερε ότι το κοκκίνισμά της αυτό προσέδιδε υπερβολική βαρύτητα στη φράση της. Ο Ζαν-Μαρκ θα νόμιζε πως με τα λόγια της αυτά (τα τόσο, μα τόσο, ανώδυνα!) είχε προδοθεί, του είχε δείξει τις κρυφές αδυναμίες της, για τις οποίες και κοκκίνιζε τώρα από ντροπή. Πρόκειται για παρανόηση, μα δεν μπορεί να του το εξηγήσει….»
«Το ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων και η καθαρά μεταφυσική του σημασία…..Οι υποκειμενικές καταστροφές που οφείλονται στην εμμηνόπαυση (από τα μεγαλύτερα θέματα-ταμπού που κανένας δεν το είχε ποτέ προσεγγίσει με τέτοια διαύγεια και συμπόνια μαζί)….Η συνεχής κοινωνική πίεση υπέρ της αναπαραγωγής και η περιθωριοποίηση όσων αρνούνται να υποταχθούν στην υποχρέωση αυτή….». Αυτά είναι τα λογοτεχνικά φίλτρα μέσα από τα οποία ο μεγάλος εκλιπών διηθούσε τους ήρωές του και μαζί τους και τη σκέψη του αναγνώστη, ώστε να περάσουν «τα αόρατα σύνορα από την πραγματική ζωή στη φανταστική, παρασυρμένοι από πρόσωπα, μοτίβα, χρώματα, τα οποία επανέρχονται από τον έναν κόσμο στον άλλον, υπονομεύοντας την πραγματικότητα και οδηγώντας ανεπάισθητα σε έναν εφιάλτη που θα τον καταλύσει ο έρωτας»…..
Αντίο!
ή όπως θα έλεγε και εκείνος στα γαλλικά που ήταν η γλώσσα της γραφής του: Αdieu!
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}