Ορισμένα κοινά φάρμακα, όπως αντικαταθλιπτικά, υπνωτικά και παυσίπονα, ενδεχομένως επηρεάζουν αρνητικά τις ικανότητες οδήγησης των ηλικιωμένων, έδειξε νέα έρευνα.
Πολλές διαφορετικές κατηγορίες έχουν συνδεθεί με τον κίνδυνο αλλά η νέα έρευνα είχε έντονη προσέγγιση παρακολουθώντας ηλικιωμένους έως 10 χρόνια και εξετάζοντας τις ικανότητες οδήγησής τους με ετήσια τεστ στο δρόμο.
Φάνηκε ότι όσοι χρησιμοποιούσαν ορισμένες κατηγορίες φαρμάκων είχαν μεγαλύτερο κίνδυνο αποτυχίας σε τεστ στον δρόμο κάποιες στιγμές.
Όταν ηλικιωμένοι λάμβαναν είτε αντικαταθλιπτικά, υπνωτικά είτε μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα είχαν σχεδόν τριπλάσιες πιθανότητες να αποτύχουν σε τεστ στον δρόμο ή να λάβουν οριακό βαθμό.
Ο Dr. David Carr, δήλωσε ότι τα αποτελέσματα δεν αποδεικνύουν ότι ευθύνονται τα φάρμακα.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο JAMA Network Open και πραγματοποιήθηκε σε 198 ενηλίκους 73 ετών. Κανένας δεν είχε σημάδια νοητικής βλάβης.
Στην παρούσα έρευνα, ο Carr έλαβε υπόψη πολλούς παράγοντες, όπως παθήσεις, μνήμη και νοητικές ικανότητες, προβλήματα όρασης και το αν οι συμμετέχοντες ζούσαν σε πιο εύπορες ή φτωχές γειτονιές.
Φάνηκε ότι ορισμένες κατηγορίες φαρμάκων εξακολουθούσαν να συνδέονται με φτωχότερη επίδοση στην οδήγηση.
Επίσης, πολλά από τα φάρμακα της έρευνας είναι γνωστό ότι δρουν στο ΚΝΣ, με πιθανές παρενέργειες όπως ζάλη και υπνηλία, που θα μπορούσαν να επηρεάζουν την οδήγηση.
Οι ερευνητές συμβουλεύουν όταν πηγαίνετε στον γιατρό να ρωτάτε για πιθανές παρενέργειες όταν σας συνταγογραφεί ένα καινούργιο φάρμακο.
Οι συμμετέχοντες υποβάλλονταν σε ετήσια τσεκ απ, που περιλάμβαναν τεστ στον δρόμο με δάσκαλο οδήγησης για έως 10 χρόνια. Κατά τη διάρκεια της περιόδου το 35% έλαβε βαθμό αποτυχίας ή οριακό, κάποια στιγμή.
Ηλικιωμένοι που λάμβαναν αντικαταθλιπτικά, υπνωτικά ή μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα είχαν υψηλότερο κίνδυνο.
Οι πιθανότητες ήταν μεγαλύτερες για όσους λάμβαναν ένα αντικαταθλιπτικό ή υπνωτικό-με ποσοστό 16% έως 17% να έχουν γενικά φτωχή επίδοση στην δρόμο ανά έτος.
Συγκριτικά, τα ποσοστά σε όσους δεν τα χρησιμοποιούσαν ήταν 6% έως 7%.
Υπήρχαν εκπλήξεις καθώς οι ερευνητές δεν διαπίστωσαν σχέση μεταξύ αντιισταμινικών ή χολινεργικών και της επίδοσης των ηλικιωμένων στην οδήγηση.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι είναι πιθανό οι ηλικιωμένοι οδηγοί της έρευνας να χρησιμοποιούσαν νεότερα αντιισταμινικά που δεν προκαλούν υπνηλία ή να υπήρχαν λιγότεροι άνθρωποι που λάμβαναν χολινεργικά ώστε να εντοπιστεί σημαντική επίδραση.
Ο Carr δήλωσε ότι άσχετα από το ποια φάρμακα χρησιμοποιούν, ενδεχομένως οι ηλικιωμένοι θα πρέπει να μιλούν με τον γιατρό τους για συμπτώματα όπως υπνηλία ή πιο αργή αντίδραση στην οδήγηση.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}