Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS) απασχολεί το 15% του παγκόσμιου πληθυσμού, με δυσάρεστα συμπτώματα, όπως το κοιλιακό άλγος και οι εντερικές διαταραχές, που έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής και στην παραγωγικότητα.
Η δίαιτα χαμηλών FODMAPs, που περιορίζει τους υδατάνθρακες βραχείας αλυσίδας από τη διατροφή, έχει αποδειχθεί από πλήθος μελετών ότι μειώνει δραστικά τα συμπτώματα και συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών. Έχει όμως και περιορισμούς, που εντοπίζονται στη μείωση της απορρόφησης ασβεστίου και στην αλλαγή της βιοποικιλότητας του εντερικού μικροβιώματος.
Τα τελευταία δεδομένα αναφορικά με τη συγκεκριμένη διατροφική παρέμβαση ανέλυσε η Κλινική Διαιτολόγος και Ψυχολόγος, Διδάκτορας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Αιμιλία Βασιλοπούλου, μιλώντας στο 43ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γαστρεντερολογίας, που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη.
Φαινότυποι IBS και θεραπευτικές επιλογές
Η παθοφυσιολογία του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου είναι ετερογενής και καθοδηγείται από παράγοντες που συνδέονται με τον ξενιστή (πώς επηρεάζεται η κινητικότητα του εντέρου, σπλαχνική αίσθηση, αλληλεπιδράσεις εγκεφάλου - εντέρου), αλλά και με περιβαλλοντικούς παράγοντες (πρώιμα ανεπιθύμητα συμβάντα στη ζωή, εντερικές λοιμώξεις επαναλαμβανόμενες, τροφικές δυσανεξίες).
Σε ό,τι αφορά τους φαινότυπους, οι ασθενείς μπορεί να έχουν πιο έντονα τη δυσκοιλιότητα ή τη διάρροια, μπορεί να εναλλάσσονται τα δύο, ή να ξεκινούν με τον ένα και να εξελίσσονται στον άλλο. Χειρότερα συμπτώματα, όπως ανέφερε η κ. Βασιλοπούλου, έχουν όσοι έχουν υποβληθεί σε χειρουργικές επεμβάσεις, - ιδιαίτερα στο γαστρεντερικό σύστημα αλλά όχι μόνο -, όσοι έχουν συχνές μολύνσεις και έχουν κάνει αυξημένη χρήση αντιβιοτικών, όσοι έχουν υψηλότερο σωματικό βάρος, ιστορικό τραύματος ή καταχρήσεων, καθώς και τον πόνο ως το κύριο σύμπτωμα. Επίσης, έχουν αυξημένο άγχος και στοιχεία κατάθλιψης.
Οι θεραπευτικές στρατηγικές, σύμφωνα με την ίδια, ξεκινούν με βελτίωση της ποιότητας ζωής, μείωση του στρες και έλεγχο των συμπτωμάτων του γαστρεντερικού συστήματος χωρίς φάρμακα. "Αν αυτά δεν ωφελήσουν τον ασθενή προχωράμε σε φαρμακευτική αγωγή, η οποία είναι συνταγογραφούμενη. Πάνω από το 50% των ασθενών, μπορούν να ακολουθούν και συμπληρωματικές θεραπείες, κυρίως ως προς τον τρόπο ζωής τους", σημείωσε.
Περισσότεροι από 8 στους 10 ασθενείς συνδέουν τη διατροφή ως το κύριο στοιχείο που επιδεινώνει τα συμπτώματά τους και παραπονιούνται για αλλεργίες ή δυσανεξίες.
FODMAPs
Τα FODMAPs είναι υδατάνθρακες βραχείας αλύσου, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν αυξημένα επίπεδα φρουκτόζης, γλυκόζης, λακτόζης, φρουκτάνες, πολυόλες και γαλακτο-ολιγοσακχαρίτες.
"Απορροφώνται ελάχιστα ή καθόλου από το λεπτό έντερο, καταλήγουν άπεπτες στο παχύ έντερο, έχουν οσμωτικές δράσεις, κατακρατούν νερό και μέσα από αυτή την κατακράτηση προκαλούν διόγκωση στο παχύ έντερο και έναρξη αυτών των συμπτωμάτων», ανέφερε η κ.Βασιλοπούλου, προσθέτοντας: «η μείωσή τους έχει παρατηρηθεί ότι μειώνει τα συμπτώματα του πόνου, του φουσκώματος και της παραγωγής αερίων και για αυτό το λόγο βελτιώνεται η ποιότητα ζωής των ατόμων".
Η δίαιτα χαμηλών FODMAPs κλιμακώνεται σε τρεις διαδοχικές φάσεις:
- Στην πρώτη, που διαρκεί περίπου 2-6 εβδομάδες και είναι διαγνωστική φάση για την αποτελεσματικότητα, δίνεται οδηγία στους ασθενείς να μην καταναλώνουν συγκεκριμένες τροφές που είναι πλούσιες σε FODMAPs
- Στη συνέχεια επανεισάγονται οι τροφές σταδιακά και εντοπίζονται οι πιθανές ατομικές ευαισθησίες των ασθενών
- Στην τρίτη φάση ολοκληρώνεται η εξατομίκευση
Η συνήθης διατροφική οδηγία από διάφορους διεθνείς φορείς, προτείνει μικρά τακτικά γεύματα, αποφυγή καφεϊνης και αλκοόλ και περιορισμό της πρόσληψης των φυτικών ινών.
Από μελέτες έχει προκύψει ότι οι ασθενείς δηλώνουν μια βελτίωση που ξεκινά από 52% και μπορεί να φτάνει μέχρι και το 86%, σε ό,τι αφορά την μείωση των συμπτωμάτων, τη βελτίωση της λειτουργικότητας και της ποιότητας ζωής.
Κίνδυνοι - περιορισμοί
Όπως επισήμανε η κ. Βασιλοπούλου, είναι κρίσιμη η επιτήρηση από εξειδικευμένο διαιτολόγο, προκειμένου να ελεγχθούν οι κίνδυνοι και περιορισμοί, ιδιαίτερα όταν γίνεται εφαρμογή της δίαιτας FODMAPs για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Το πρώτο και σημαντικότερο ζήτημα είναι ότι μειώνονται τα επίπεδα απορρόφησης ασβεστίου, ενώ, επίσης, η μείωση των φυτικών ινών έχει ως αποτέλεσμα τη μη σωστή κατ΄ αρχάς λειτουργία του γαστρεντερικού συστήματος και στη συνέχεια όλων των υπολοίπων συστημάτων, λόγω του ρόλου του μικροβιώματος.
"Πρέπει να σκεφτόμαστε την ποιότητα της διατροφής που προσφέρουμε, καθώς επηρεάζει την βιοποικιλότητα στο εντερικό μικροβίωμα και δεν γνωρίζουμε ακόμα από μελέτες αν η επανεισαγωγή στη διατροφή θα επαναφέρει αυτή τη βιοποικιλότητα", υπογράμμισε, προσθέτοντας πως δεν γνωρίσουμε, επίσης, αν είναι το ίδιο αποτελεσματική η χρήση προβιοτικών.
Συμπερασματικά, η διαιτολόγος - ψυχολόγος, ανέφερε πως θα χρειαστεί να γίνου μελέτες με μεγαλύτερη διάρκεια αναφορικά με τη μακροχρόνια αντιμετώπιση του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου.
Η δίαιτα χαμηλών FODMAP είναι μια σημαντική έναρξη, που ανοίγει το δρόμο για διατροφικές παρεμβάσεις, αναγνωρίζει τον ρόλο της διατροφής στο σύνδρομο, ενώ παράλληλα αναγνωρίζει και τον ρόλο του τρόπου ζωής, του στρες και της άσκησης.
"Επομένως, μάλλον ο συνδυασμός των τριών είναι ο πιο αποτελεσματικός», σημείωσε, καταλήγοντας: «Χρειαζόμαστε επίσης κάποιους βιοδείκτες που θα μας βοηθούσαν στην αναγνώριση κάποιων ασθενών με IBS που πιθανά να ανταποκρίνονται θετικά σε αυτή τη δίαιτα και να προχωρήσουμε σε άλλες διαφορετικές διατροφικές παρεμβάσεις".
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}