"Το clawback και οι επιστροφές είναι ένα βασικό πρόβλημα που έχουμε ως επιτροπή", ανέφερε η πρόεδρος της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης Τιμών Φαρμάκων Νάντια Γκογκοζώτου, στο συνέδριο του Iatronet.gr. Όπως είπε, σκοπός είναι κανένας ασθενής να μην μείνει χωρίς θεραπεία και γίνεται παράλληλα το καλύτερο, ώστε να διασφαλιστούν η πρόσβαση και η βιωσιμότητα του συστήματος.
Μιλώντας στο στο 6ο Healthcare Transformation, η κ. Γκογκοζώτου σημείωσε χαρακτηριστικά "Όταν έχεις ένα προϊόν που ξέρεις ότι θα επιστρέψει 70%, τι να πεις";
Τόνισε πως υπάρχουν υποχρεωτικές επιστροφές που ξεπερνούν το 60% και αγγίζουν το 70% για τα νοσοκομειακά φάρμακα και χαρακτήρισε παράδοξο το φαινόμενο, ένα φάρμακο που κάνει 30 ευρώ, έχει τις ίδιες επιστροφές με ένα φάρμακο που κάνει 2 εκατομμύρια.
Αναφερόμενη στο κόστος των γονιδιακών θεραπειών, επισήμανε πως είναι πάρα πολύ ακριβές: "Βλέποντας το πώς ήταν η φαρμακευτική δαπάνη πριν από δέκα χρόνια, που δεν είχαμε ούτε τις ανοσοθεραπείες και που οι ακριβότερες θεραπείες ήταν κάποια μονοκλωνικά αντισώματα, έχει αυξηθεί σημαντικά το ύψος αυτής. Αλλά, πρέπει να μιλήσουμε και για την αποτελεσματικότητα".
Όπως ανέφερε, οι κλινικές μελέτες των συγκεκριμένων θεραπειών έχουν γίνει σε ένα πολύ μικρό και προστατευμένο δείγμα ασθενών, οι οποίοι εντάσσονται με συγκεκριμένα και πολύ αυστηρά κριτήρια. Απευθύνονται σε πολύ μικρό αριθμό ασθενών και αυτό εξηγεί γιατί προς το παρόν είναι τόσο ακριβές: "Επειδή είναι γονιδιακές και εξατομικευμένες, αν είναι αποτελεσματικές για τον ασθενή, τότε μιλάμε για πλήρη ίαση. Μιλάμε για έναν άνθρωπο που θα είναι χωρίς νόσο, πλήρως λειτουργικός", είπε.
Σε σχέση με την ακολουθούμενη διαδικασία, εξήγησε πως η Επιτροπή Διαπραγμάτευσης εξετάζει την αποζημίωση αυτών των θεραπειών, οι οποίες είναι ήδη αποζημιούμενες σε άλλες χώρες: "Για αυτές τις θεραπείες απαιτούνται πιστοποιημένα κέντρα, τα οποία οι εταιρείες δεν ιδρύουν πριν η θεραπεία γίνει αποζημιούμενη και στη χώρα μας".
Ανέφερε αναλυτικά τα εξής: "Έχουμε ως δεδομένα το συνολικό κόστος μεταφοράς του ασθενή στο εξωτερικό για μία τέτοια θεραπεία (χρηματικό και ψυχολογικό) αλλά και τη σημασία ύπαρξης στη χώρα μας ενός πιστοποιημένου κέντρου. Στη διαπραγμάτευση βασιζόμαστε σε στοιχεία αποτελεσματικότητας, τα οποία είναι κυρίως από κλινικές μελέτες. Συνήθως, δεν έχουμε επιδημιολογικά στοιχεία από τη χώρα μας την πρώτη φορά που διαπραγματευόμαστε, άρα πρέπει να κάνουμε μία συμφωνία με την εταιρεία και να επιμερίσουμε το ρίσκο".
Έλλειψη στοιχείων
Σύμφωνα με την κ. Γκογκοζώtου, στις πρώτες συμφωνίες που έγιναν για τις κυτταρικές θεραπείες, ενσωματώθηκαν όροι επιμερισμού του ρίσκου με παρακολούθηση συγκεκριμένων δεικτών σε τακτικά διαστήματα, με την ανάληψη της ευθύνης από την εταιρεία στην περίπτωση μη επίτευξης των όρων αυτών:
"Αυτά είναι τα δεδομένα που μας έχουν φέρει από τις κλινικές μελέτες. Θα βάλουμε κάποιους σταθμούς: στους 12, στους 18 και στους 24 μήνες και εάν δεν επιβεβαιώνονται αυτά που μας έχουν υποσχεθεί μέσω των κλινικών μελετών, θα πρέπει να αναλάβουν το κόστος για τους ασθενείς, στους οποίους η θεραπεία δεν πέτυχε".
Χαρακτήρισε τον σχεδιασμό πολύ καλό, αλλά όταν επιχειρήθηκε η εφαρμογή του από τη Διεύθυνση Οικονομικών του υπουργείου Υγείας διαπιστώθηκε πως δεν υπήρχαν διαθέσιμα τα απαραίτητα στοιχεία:
"Θεωρούσαμε ότι μέχρι να γίνει η συμφωνία θα είχαν ετοιμαστεί τα πρωτόκολλα των ασθενών για τα συγκεκριμένα φάρμακα και θα υπήρχε η δυνατότητα προσκόμισης των απαραίτητων δεδομένων από τα πιστοποιημένα κέντρα προς την αρμόδια υπηρεσία που αναλαμβάνει την εφαρμογή των εκπτώσεων. Με αυτό το δεδομένο, συμφωνήσαμε να ενσωματώσουμε το ρίσκο μέσα στη συμφωνία".
Περιορισμένη πρόσβαση
Η πρόεδρος της Επιτροπής Διαπραγμάτευσης σχολίασε πως είμαστε μία χώρα που έχουμε πολλές "τράπεζες δεδομένων", οι οποίες δυστυχώς τις περισσότερες φορές δεν διασυνδέονται, ενώ δεν υπάρχει ακόμα η δυνατότητα πλήρους αξιολόγησης και αξιοποίησης αυτών των δεδομένων: "Δεν υπάρχει μία κοινή τράπεζα και η πληροφόρηση που λαμβάνει ο καθένας μας είναι περιορισμένη και στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να έχουμε πάντα πρόσβαση στα δεδομένα άλλης πηγής", είπε.
Σε σχέση με το έργο της Επιτροπής, υπογράμμισε πως αντιμετωπίζει δυσκολίες: "Δεν είμαστε μία επιτροπή που βλέπει φακέλους. Γνωρίζουμε τους εκπροσώπους των εταιρειών. Ερχόμαστε σε επαφή μαζί τους. Τους καταλαβαίνουμε και μπαίνουμε και στη θέση των ασθενών που χρειάζονται τα φάρμακα. Από την άλλη, έχουμε ένα σφιχτό πλαίσιο, που εξετάζει μόνο την επίπτωση της ένταξης ενός φαρμάκου στον προϋπολογισμό της φαρμακευτικής δαπάνης και είναι ποινικό αδίκημα εάν κάποιος σε κατηγορήσει ότι έβλαψες το δημόσιο συμφέρον. Χρειαζόμαστε στήριξη και εμπιστοσύνη και ίσως έναν βαθμό ευελιξίας που αυτή τη στιγμή δεν τον έχουμε".
Όπως, είπε, η Επιτροπή δεν έχει γραμματειακή και διοικητική υποστήριξη και ό,τι έχει γίνει έγινε χάρη στον προσωπικό αγώνα που κάνουν κάποιοι άνθρωποι.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}