Στη σχέση παθογόνων, όπως ο κορωνοϊός και συνηθειών, όπως το κάπνισμα και η διατροφή, με τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, διερεύνησαν Έλληνες επιστήμονες.
Η σχετική μελέτη δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό Mediterranean Journal of Rheumatology. Υπογράφεται από τη ρευματολόγο Αλίκη Βενετσανοπούλου, τον γενικό γιατρό Γιάννη Αλαμάνο, την καθηγήτρια Παθολογίας Παρασκευή Βούλγαρη και τον καθηγητή Ρευματολογίας Αλέξανδρο Δρόσο, από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και το Ινστιτούτο Επιδημιολογίας, Προληπτικής Ιατρικής της Κέρκυρας.
Όπως αναφέρει η συνταντική ομάδα, η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μια διαδεδομένη χρόνια φλεγμονώδης νόσος. Προσβάλλει κυρίως γυναίκες, με αναλογία γυναικών προς άντρες 3 προς 1, είναι αυτοάνοση και επηρεάζει περίπου το 0,5% έως 1% του ενήλικού πληθυσμού.
Η ανασκόπησή τους αποβλέπει στην αναζήτηση των γενετικών παραγόντων και τρόπου ζωής που σχετίζονται με τη νόσο.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η ρευματοειδής αρθρίτιδα έχει πολυπαραγοντική αιτιολογία και μπορεί να θεωρηθεί το τελικό αποτέλεσμα μιας αλληλεπίδρασης μεταξύ επιγενετικών διεργασιών και περιβαλλοντικών παραγόντων, που δρουν σε άτομα με γενετική προδιάθεση.
Στον ορό ασθενών, έχουν εντοπιστεί αρκετά αυτοαντισώματα, συμπεριλαμβανομένων του ρευματοειδούς παράγοντα. Ο ρόλος των αυτοαντισωμάτων είναι κρίσιμος, καθώς μπορεί να σχηματίσουν ανοσοσυμπλέγματα στην άρθρωση που συμβάλλουν στις φλεγμονώδεις διεργασίες που οδηγούν σε βλάβη του αρθρικού χόνδρου.
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα παρουσιάζει ένα ισχυρό γενετικό υπόβαθρο. Μελέτες έχουν αποκαλύψει ότι η κληρονομικότητα της νόσου, ανεξάρτητα από περιβαλλοντικούς παράγοντες, φθάνει σχεδόν στο 60% σε περιπτώσεις ασθενών με αντισώματα κατά της κιτρουλινωμένης πρωτεΐνης.
Γυναίκες
Μελέτες δείχνουν ότι οι γυναίκες έχουν περίπου δύο έως τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν αντισώματα κατά της κιτρουλινωμένης πρωτεΐνης από τους άνδρες. Έχουν, επίσης, μια πιο επιθετική πορεία της νόσου με μεγαλύτερη δραστηριότητα και αναπηρία.
Η βελτίωση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και η σαφής αύξηση του επιπολασμού της ρευματοειδούς αρθρίτιδας σε γυναίκες κατά την εμμηνόπαυση, οδήγησαν στην υπόθεση ότι οι ορμονικοί παράγοντες παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη της νόσου.
Αν και τα δημοσιευμένα δεδομένα είναι αντικρουόμενα, η μείωση των επιπέδων οιστρογόνων και προγεστερόνης μετά τον τοκετό και την εμμηνόπαυση φαίνεται να αυξάνει τον κίνδυνο και τη σοβαρότητα της νόσου.
Από την άλλη, ο θηλασμός σχετίζεται με χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης ρευματοειδούς αρθρίτιδας, ανεξάρτητα από τη διάρκειά του.
Μειωμένος κίνδυνος έχει βρεθεί σε γυναίκες που λάμβαναν αντισυλληπτικά, ενώ η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης σχετίζεται με μικρή, αλλά σημαντική αύξηση του κινδύνου.
Περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως η κλιματική αλλαγή, η ρύπανση και τα μικρόβια, μπορούν να οδηγήσουν σε χρόνιες ασθένειες, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα.
Οι κακές επιλογές τρόπου ζωής, όπως το κάπνισμα και η κακή διατροφή μπορούν επίσης να συμβάλουν σε χρόνιες ασθένειες. Ο υποκείμενος μηχανισμός αυτής της επίδρασης είναι ελάχιστα κατανοητός και απαιτείται περισσότερη έρευνα για την ανάπτυξη αποτελεσματικών στρατηγικών πρόληψης και την προώθηση πιο υγιεινών τρόπων ζωής.
Μολυσματικοί παράγοντες
Διαφορετικά παθογόνα μπορεί να προκαλέσουν αυτοανοσία. Οι μελέτες για ρευματοειδή αρθρίτιδα μετά από έκθεση σε ιό είναι λίγες και δεν είναι καλής ποιότητας.
Προηγούμενη λοίμωξη από παρβοϊό και ηπατίτιδα C σχετίζονται με την εμφάνιση της νόσου, ενώ οι λοιμώξεις από κυτταρομεγαλοϊό και τον ιό της ηπατίτιδας Β δεν σχετίζονται.
Η μόλυνση με τον ιό Epstein-Barr έχει αναφερθεί ότι συμβάλλει στην παθογένεση, αλλά πρόσφατη μετα-ανάλυση δεν έδειξε ότι η προηγούμενη λοίμωξη προδιαθέτει την ανάπτυξη ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Ο ιός Chikungunya σχετίζεται με επίμονη φλεγμονώδη αρθρίτιδα με κλινικά χαρακτηριστικά αρθρίτιδας παρόμοια με εκείνα της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Σχετικά με την CoVID, τα δεδομένα είναι περιορισμένα. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις ρευματοειδούς αρθρίτιδας μετά από λοίμωξη, αλλά δεν είναι βέβαιο εάν συνδέονται με τον κορωνοϊό ή είναι τυχαίες. Υπάρχουν, ωστόσο, ενδείξεις ότι ο SARS-CoV-2 μπορεί να διαταράξει την ανοσολογική ανοχή.
Μελέτες σε ανθρώπους και ζώα έχουν οδηγήσει στην εκτίμηση πως μικροβιώματα, όπως το Aggregatibacter actinomycetemcomitans, το Porphyromonas gingivalis (P. gingivalis), το Proteus mirabilis και το μυκόπλασμα συμβάλλουν στην αιτιοπαθογένεση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Μεταξύ αυτών, το P. gingivalis πιστεύεται ότι είναι ένας σημαντικός μολυσματικός παράγοντας σε άτομα με περιοδοντική νόσο, η οποία έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Ρύπανση
Η περιβαλλοντική ατμοσφαιρική ρύπανση προέρχεται κυρίως από τη χρήση και την παραγωγή ενέργειας. Οι ρύποι με τα πιο ουσιαστικά στοιχεία για ανησυχίες για τη δημόσια υγεία περιλαμβάνουν τα σωματίδια, το όζον, το μονοξείδιο του άνθρακα, το διοξείδιο του αζώτου, το διοξείδιο του θείου και τον μόλυβδο.
Οι συνέπειες της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στον άνθρωπο εξαρτώνται από τον τύπο του ρύπου, τη διάρκεια και το επίπεδο έκθεσης, τις σωρευτικές επιπτώσεις σε περίπτωση πολλαπλών ρύπων και τα ζητήματα υγείας κάθε ατόμου.
Η παθοφυσιολογία που συνδέει την περιβαλλοντική ατμοσφαιρική ρύπανση και την ανάπτυξη αυτοάνοσων ασθενειών εμπλέκει τον πνεύμονα ως όργανο έναρξης αυτοανοσίας.
Η διαβίωση σε περιοχές με ατμοσφαιρική ρύπανση έχει συσχετιστεί με υψηλότερη πιθανότητα εμφάνισης ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Κάπνισμα
Το κάπνισμα είναι ένα από τα σημαντικότερα θέματα για ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα, καθώς έχει σημαντική επίδραση στις ανοσολογικές αποκρίσεις.
Αυξάνει το οξειδωτικό στρες του σώματος, παρεμβαίνει στην απόπτωση, προκαλεί προφλεγμονώδεις διεργασίες, κιτρουλίωση και επιγενετικές αλλαγές, όπως η μεθυλίωση του DNA.
Ενεργοί και πρώην καπνιστές διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο, ενώ μεγαλύτερη είναι η απειλή για καπνιστές με γενετικό υπόβαθρο.
Η διακοπή του καπνίσματος θα μπορούσε να καθυστερήσει ή να αποτρέψει τη νόσο.
Αλκοόλ
Η χαμηλή έως μέτρια κατανάλωση αλκοόλ σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Μια μετα-ανάλυση που βασίζεται σε οκτώ προοπτικές μελέτες έδειξε ότι ο αντίκτυπος της κατανάλωσης αλκοόλ μπορεί να ακολουθεί μια καμπύλη, ανάλογα με την ποσότητα αλκοόλ που καταναλώνεται.
Έχει αναφερθεί, επίσης, συνέργεια μεταξύ αλκοόλ και καπνίσματος.
Βιταμίνη D
Η βιταμίνη D, ως λιποδιαλυτή βιταμίνη και προ-ορμόνη στεροειδούς, πιστεύεται ότι έχει ανοσοτροποποιητική δράση.
Μελέτη έχει δείξει ότι η πρόσληψη βιταμίνης D έχει αντιστρόφως συσχετιστεί με τον κίνδυνο ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Συμπληρώματα βιταμίνης D για πέντε χρόνια, με ή χωρίς ωμέγα-3 λιπαρά οξέα, έχει αποδειχθεί ότι μειώνουν τη συχνότητα εμφάνισης μιας αυτοάνοσης νόσου, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης κατά 40% της συχνότητας εμφάνισης ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Ορισμένες μελέτες δείχνουν, επίσης, αρνητική συσχέτιση μεταξύ της βιταμίνης D ορού και της δραστηριότητας της νόσου.
Διατροφή
Η σωστή διατροφή, γενικά, έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει έντονα τα αυτοάνοσα νοσήματα και έχει προστατευτική επίδραση στην ανάπτυξη και την κλινική έκφραση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Από την άλλη πλευρά, η υψηλή κατανάλωση νατρίου και κόκκινου κρέατος, που είναι πιο τυπικά στη δυτική διατροφή, έχουν συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο φλεγμονώδους πολυαρθρίτιδας ή ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Η δυτικού τύπου δίαιτα σχετίζεται, επίσης, με αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας, που ορίζεται ως η μη φυσιολογική συσσώρευση λίπους στο ανθρώπινο σώμα και θεωρείται σημαντικός συνολικός κίνδυνος για την υγεία και πιθανός κίνδυνος για ρευματοειδή αρθρίτιδα.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}