Η Πανελλήνια Ένωση Αγώνος κατά του Νεανικού Διαβήτη (ΠΕΑΝΔ), στις 12 Μαρτίου 2024, ανακοίνωσε τα αποτελέσματα των δυο ερευνητικών προγραμμάτων για το διαβήτη τύπου 1, τα οποία είχαν επιλεγεί το 2022 να χρηματοδοτηθούν από το σωματείο από ανεξάρτητη επιστημονική επιτροπή.
Στην έρευνα που πραγματοποίησε ο κ. Νικόλας Νικολαΐδης με την ομάδα του στη Μονάδα Ενδοκρινολογίας, Μεταβολισμού και Διαβήτη της Α’ Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία», φαίνεται ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις πρωτεΐνες που απομονώνονται από τα δάκρυα των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 σε σύγκριση με τις πρωτεΐνες των δακρύων των υγιών μαρτύρων και εντοπίστηκαν πρωτεΐνες σε δείγματα δακρύων που ελήφθησαν από τους ασθενείς οι οποίες φαίνεται να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ομαλή λειτουργία των νευρικών κυττάρων.
Στόχος της συγκεκριμένης έρευνας ήταν να μελετηθεί εάν σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη και μη ικανοποιητικό γλυκαιμικό έλεγχο μπορεί να επηρεαστεί η μνήμη, η μάθηση και άλλες σημαντικές γνωστικές λειτουργίες. Για το σκοπό αυτό, έγινε συλλογή 98 δειγμάτων δακρύων από παιδιά και εφήβους με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 που παρακολουθούνται στο Διαβητολογικό Κέντρο της Α’ Παιδιατρικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και 75 δειγμάτων δακρύων από υγιή παιδιά και εφήβους. Ταυτόχρονα, με τη συμβολή συνεργαζόμενων ψυχολόγων, οι ασθενείς (παιδιά και έφηβοι) συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια αξιολόγησης των γνωστικών λειτουργιών τους, προσαρμοσμένα στην ηλικία του καθενός.
Μέχρι σήμερα η ανάλυση 112 δειγμάτων δακρύων, έδειξε ότι απομονώθηκαν 3.302 διαφορετικές πρωτεΐνες, αριθμός που υπερβαίνει τα δεδομένα στη διεθνή βιβλιογραφία. Τα αποτελέσματα της πρωτεομικής ανάλυσης που ακολούθησε, έδειξαν ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις πρωτεΐνες που απομονώνονται από τα δάκρυα των ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 σε σύγκριση με τις πρωτεΐνες των δακρύων των υγιών μαρτύρων. Οι πρωτεΐνες που διαφέρουν σχετίζονται με φλεγμονή και έντονη κινητοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος.
Παράλληλα, στο πλαίσιο της έρευνας, έγινε σύγκριση των πρωτεϊνών των δακρύων που συλλέχθηκαν από παιδιά και εφήβους με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 με ικανοποιητική ρύθμιση του σακχάρου (γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη μικρότερη από 7,3%) και από παιδιά και εφήβους με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 με μη ικανοποιητική ρύθμιση (γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη μεγαλύτερη από 7,3%). Η έρευνα έδειξε ότι στους ασθενείς με μη ικανοποιητική ρύθμιση του διαβήτη υπάρχει υψηλότερη έκφραση πρωτεϊνών που εμπλέκονται σε ανοσολογικούς μηχανισμούς και φλεγμονή, σε σχέση με τα παιδιά με ικανοποιητική ρύθμιση. Αξίζει να σημειωθεί ότι εντοπίστηκαν πρωτεΐνες που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ομαλή λειτουργία των νευρικών κυττάρων, ανάμεσα στις πρωτεΐνες που είχαν διαφορές.
Όπως ανέφερε ο κ. Νικολαϊδης η μελέτη πραγματοποιήθηκε υπό την επιστημονική επίβλεψη της Καθηγήτριας Παιδιατρικής-Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας και Διαβήτη κυρίας Χριστίνας Κανακά-Gantenbein. Η σκέψη για το ερευνητικό πρωτόκολλο αυτό βασίστηκε σε μελέτες που δείχνουν ότι σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη και μη ικανοποιητικό γλυκαιμικό έλεγχο μπορεί να επηρεαστεί η μνήμη, η μάθηση και άλλες σημαντικές γνωστικές λειτουργίες. Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής βοηθάνε να εντοπίζονται, από τη διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη τύπου 1, εκείνα τα παιδιά και οι έφηβοι που έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να επηρεαστεί η μνήμη ή η μάθηση στην πορεία της νόσου, τόνισε ο κ. Νικολαϊδης ο οποίος επισήμανε ότι η έρευνα συνεχίζεται και ότι οι αναλύσεις των απαντήσεων στα ερωτηματολόγια των γνωστικών λειτουργιών είναι υπό αξιολόγηση.
Το δεύτερο ερευνητικό πρόγραμμα αφορά στη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της μεταβλητότητας της γλυκόζης και της μεταβλητότητας της αρτηριακής πίεσης, καθώς και τη σχέση τους με δείκτες ασυμπτωματικής βλάβης οργάνων-στόχων σε εφήβους και νέους ενήλικες με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1.
Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής που διεξήχθη από τους Καθηγητές Παθολογίας κ. κ. Γεώργιο Στεργίου και Αναστάσιο Κόλλια, στο Κέντρο Υπέρτασης STRIDE-7 της Γ’ Παθολογικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ του Νοσοκομείου Σωτηρία, έδειξαν ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της διακύμανσης της γλυκόζης και των παραμέτρων της αρτηριακής πίεσης, γεγονός που θα μπορούσε να υποδηλώσει ένα πιθανό κοινό παθοφυσιολογικό υπόβαθρο. Επιπλέον, η αυξημένη μεταβλητότητα γλυκόζης συσχετίστηκε με πρώιμη ασυμπτωματική βλάβη οργάνων-στόχων.
Για το σκοπό της συγκεκριμένης μελέτης, αξιολογήθηκαν οι δείκτες μεταβλητότητας της γλυκόζης και της αρτηριακής πίεσης, καθώς και δείκτες ασυμπτωματικής βλάβης καρδιάς καρωτίδων και νεφρών σε άτομα ηλικίας 12-30 ετών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 που υποβλήθηκαν σε καταγραφή της αρτηριακής πίεσης για 24 ώρες και συνεχή καταγραφή γλυκόζης για 6 ημέρες.
Από την ανάλυση των δεδομένων σε 61 άτομα με και χωρίς αντλία ινσουλίνης με μέση ηλικία 22 έτη και δείκτη μάζας σώματος 23 kg/m2, διαπιστώθηκαν συσχετίσεις παραμέτρων της νυχτερινής συμπεριφοράς της αρτηριακής πίεσης με δείκτες μεταβλητότητας γλυκόζης, ενώ τα άτομα με υψηλή μεταβλητότητα γλυκόζης παρουσίαζαν υψηλότερες τιμές δεικτών βλάβης των οργάνων-στόχων.
Όπως αναφέρουν οι κ.κ. Γεώργιος Στεργίου και Αναστάσιος Κόλλιας, τόσο η γλυκόζη όσο και η αρτηριακή πίεση παρουσιάζουν μια συνεχή δυναμική διακύμανση των επιπέδων τους (μεταβλητότητα). Οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο για επιπλοκές από διάφορα όργανα. Ο κίνδυνος αυτός καθορίζεται από τη ρύθμιση των παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου όπως της γλυκόζης και της αρτηριακής πίεσης. Στην παρούσα έρευνα, μελετήθηκε η πιθανότητα και το εύρος του κινδύνου αυτού, όταν υπάρχει αυξημένη μεταβλητότητα γλυκόζης και αρτηριακής πίεσης ακόμη και με σχετικά καλή ρύθμιση αυτών. Νεότερα δεδομένα, δείχνουν ότι η αυξημένη μεταβλητότητα της γλυκόζης και της αρτηριακής πίεσης συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών και νεφρικών επιπλοκών, πρόσθετα από τον κίνδυνο που αποδίδεται στην αυξημένη μέση τιμή τους. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι η αξιολόγηση της μεταβλητότητας της γλυκόζης θα μπορούσε να επιτρέψει την αναγνώριση ατόμων υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου, οδηγώντας σε εξατομικευμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις, καταλήγουν.
Κλείνοντας, η πρόεδρος του σωματείου, κ. Σοφία Μανέα ανέφερε ότι «τα αποτελέσματα των ερευνών που χρηματοδοτήθηκαν από την ΠΕΑΝΔ, συμβάλλουν ουσιαστικά στη βελτίωση της παρακολούθησης και αντιμετώπισης των ασθενών αυτών και επιτρέπουν τον εξατομικευμένο σχεδιασμό αποτελεσματικότερων στρατηγικών πρόληψης και αντιμετώπισης τη νόσου. Με τις δράσεις αυτές, του σωματείου μας, το όραμα μας για ανακάλυψη νέων επιστημονικών δεδομένων, που θα ανοίξουν το δρόμο για νέες θεραπείες και γιατί όχι και την ίαση του διαβήτη τύπου 1, γίνεται πραγματικότητα».
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}