Οι πολλαπλές και σύνθετες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα συστήματα υγείας στις μέρες μας, απαιτούν τον επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων της υγειονομικής περίθαλψης, τον επανασχεδιασμό της χρηματοδοτικής διαχείρισης και την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών και της πολιτικής τεκμηρίωσης των αποφάσεων στη βάση μετρήσιμων δεικτών και δεδομένων.
Οι δημογραφικές προβλέψεις για τη χώρα μας αναμένεται να επιφέρουν δυσμενείς επιπτώσεις στην αγορά εργασίας και στο συνταξιοδοτικό σύστημα, ενώ ασφυκτικές θα είναι και οι πιέσεις που θα δεχθούν τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης. Η αύξηση του προσδώκιμου επιβίωσης, συμπεριφορικοί παράγοντες, περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί καθοριστές της υγείας συνδέονται με την αύξηση των χρονίων νοσημάτων. Η τάση αυτή τεκμηριώνεται και στη χώρα μας, με το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που δηλώνει πως έχει ένα χρόνιο πρόβλημα υγείας να ανέρχεται σε 24,9%, ήτοι ένας στους τέσσερις πολίτες.
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα συνιστούν τη βασικότερη αιτία θανάτου σε παγκόσμιο, και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση από την υψηλή συχνότητα των καρδιαγγειακών παθήσεων, καθώς το 35% των θανάτων οφείλεται στα καρδιαγγειακά νοσήματα και το 23% στον καρκίνο, αποτελώντας τα σημαντικότερα ζητήματα δημόσιας υγείας. Η αποτελεσματικότητα της διαχείρισής τους καθώς και η αντιμετώπισή τους θα αποτελέσει κρίσιμο και καθοριστικό παράγοντα της αποδοτικότητας και ανθεκτικότητας του συστήματος υγείας τα επόμενα χρόνια.
Η Ευρώπη καταγράφει 5.000 θανάτους ημερησίως, ενώ το κόστος που επιφέρουν τα καρδιαγγειακά νοσήματα στην οικονομία της ΕΕ ανέρχεται σε €282 δις (2021), ποσό που ισοδυναμεί με το 2% του ΑΕΠ. Ωστόσο, μόνο το 46% του ποσού αυτού αφορά σε κόστη άμεσης υγειονομικής περίθαλψης. Το 28% αντιστοιχεί σε δαπάνες έμμεσης περίθαλψης και το 17% (€47 δις) σε απώλειες παραγωγικότητας που σχετίζονται με την πρόωρη θνησιμότητα και την ανικανότητα για εργασία. Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι το κατά κεφαλήν κόστος για τα καρδιαγγειακά ανέρχεται σε 491 ευρώ με το συνολικό κόστος να αντιστοιχεί στο 14,3% των δαπανών υγείας της χώρας.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του LSE, διαπιστώθηκε ότι έως και το 65% των θανάτων από καρδιαγγειακά νοσήματα που μπορούν να αποφευχθούν, συμβαίνουν στην ηλιακή ομάδα που ανήκει στο εργατικό δυναμικό, με περίπου 29,4 εκ. έτη χαμένης ζωής. Υπό το βάρος του δημογραφικού, η ανάγκη ενδυνάμωσης του εργατικού δυναμικού και μείωσης της πρώιμης θνησιμότητας καθιστά επιτακτική την ανάγκη επένδυσης σε προγράμματα πρόληψης και προαγωγής της υγείας, με ιδιαίτερη έμφαση στον έγκαιρο εντοπισμό των ομάδων υψηλού κινδύνου και την ενημέρωση του γενικού πληθυσμού.
Η αξία της πρόληψης
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον έλεγχο και τη διαχείριση των καρδιαγγειακών νοσημάτων αποτελεί το γεγονός ότι το συντριπτικό ποσοστό των συμβαμάτων αποδίδονται σε γνωστούς παράγοντες κινδύνου οι οποίοι είναι τροποποιήσιμοι με την κατάλληλη εκπαίδευση του πληθυσμού, την αλλαγή του τρόπου ζωής, την έγκαιρη διάγνωση και πρόσβαση στις διαθέσιμες θεραπείες. Έως και 80% των περιστατικών μπορούν να προληφθούν εφόσον επενδύσουμε σε πολιτικές ενημέρωσης, ανίχνευσης και πρόληψης των καρδιαγγειακών παθήσεων.
Αδιαμφισβήτητα, η πρωτογενής πρόληψη που εστιάζει στη μείωση των παραγόντων κινδύνου μέσω προγραμμάτων για την ενθάρρυνση του υγιεινού τρόπου ζωής και την κατανόηση των δεσμών μεταξύ διατροφής, άσκησης, καπνίσματος και καρδιαγγειακής νόσου θα πρέπει να συνεχιστεί και να ενισχυθεί ώστε να ενθαρρύνονται οι πολίτες να υιοθετούν έναν πιο υγιή τρόπο διαβίωσης.
Ωστόσο, έμφαση και ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δοθεί σε προγράμματα τα οποία αποσκοπούν στην αποτροπή της εξέλιξης της ασυμπτωματικής νόσου σε συμπτωματική καθώς και της στενής παρακολούθησης της καρδιαγγειακής υγείας του πληθυσμού υψηλού κινδύνου, ώστε να προληφθεί η περαιτέρω εμφάνιση καρδιαγγειακών επεισοδίων μετά το αρχικό επεισόδιο.
Ειδικότερα στον τομέα αυτό, καθοριστικό ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν οι νέες τεχνολογίες και οι βάσεις δεδομένων υγείας, εργαλεία τα οποία συμβάλλουν στον έγκαιρο εντοπισμό ατόμων με υψηλό ρίσκο για την εμφάνιση καρδιαγγειακού κινδύνου, καθώς επίσης και ατόμων τα οποία μολονότι έχουν εμφανίσει ένα αρχικό επεισόδιο, οι μετρήσεις των δεικτών τους παραμένουν εκτός των οριζόμενων στις κατευθυντήριες οδηγίες και χρήζουν περαιτέρω παρεμβάσεων.
Σχετική μελέτη της EFPIA η οποία εκπονήθηκε από το LSE, χρησιμοποιώντας δεδομένα από επτά χώρες της Ευρώπης, για τη συμβολή της πρόληψης σε καλύτερες υγειονομικές εκβάσεις και μείωση του οικονομικού φορτίου, ανέδειξε ότι η υλοποίηση συντονισμένων δράσεων δευτερογενούς πρόληψης και η βελτιωμένη διαχείριση των παραγόντων κινδύνου στο 70% των ασθενών μπορεί να αποτρέψει 1.2 εκατομμύρια καρδιαγγειακά συμβάματα σε μία δεκαετία. Κύριοι άξονες παρέμβασης ήταν η καλύτερη διαχείριση των τροποποιήσιμων παραγόντων, όπως είναι η υπέρταση, η υπερλιπιδιαμία και ο διαβήτης, καθώς και η διακοπή του καπνίσματος. Ενδεικτικά, η αλλαγή συμπεριφορικών παραγόντων όπως η διακοπή του καπνίσματος αντιστοιχούσε στο 1/3 των αποφευκταίων θανάτων.
Είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι στη χώρα μας, με τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, έχουν προβλεφθεί έργα τα οποία στρατηγικά αφορούν στη διαχείριση των χρονίων νοσημάτων μέσα από την οικοδόμηση ενός ολοκληρωμένου συστήματος για την πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία τους με επίκεντρο τα κέντρα υγείας, τον βασικό πυρήνα της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας.
Στο σημείο αυτό, καθοριστικό ρόλο μπορεί να έχει και ο θεσμός του Προσωπικού Γιατρού, ο οποίος θα μπορεί να αξιολογεί το λιπιδαιμικό προφιλ των πολιτών και κατ΄ επέκταση τον καρδιαγγειακό κίνδυνο προκειμένου να διασφαλιστεί η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπισή του. Με 5 εκ. εγγεγραμένους πολίτες σε Προσωπικό Γιατρό, σήμερα, η σημαντική αυτή μεταρρύθμιση για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας θα πρέπει άμεσα να συνδεθεί με στοχευμένες δράσεις βελτίωσης των υγειονομικών και λοιπών δεικτών.
Μία από τις πιο καθοριστικές και συμβολικές πολιτικές δημόσιας υγείας για τα επόμενα χρόνια, αποτελεί η απόφαση για επένδυση στην πρόληψη μέσα από το πρόγραμμα δράσης «Σπύρος Δοξιάδης» το οποίο αποτελεί το πρώτο εθνικό πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου για συγκεκριμένα νοσήματα, μεταξύ των οποίων και τα καρδιαγγειακά. Η αποτίμηση του προγράμματος «Φώφη Γεννηματά», δίνει αισιόδοξα μηνύματα, ωστόσο παράλληλα μας παρακινεί να αντλήσουμε πολύτιμα συμπεράσματα για το πώς θα κινητοποιήσουμε και θα διασφαλίσουμε την ενεργό συμμετοχή των πολιτών αλλά και των επιστημόνων στο μέγιστο βαθμό για την επιτυχία του προγράμματος.
Επιπλέον, η μελέτη του LSE επισημαίνει, μεταξύ άλλων, υπό την οπτικής μίας κοινής ευρωπαϊκής στρατηγικής, την ανάγκη για ανάπτυξη ενός Ευρωπαϊκού Σχεδίου Δράσης για την αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών και την εκπόνηση αντίστοιχων εθνικών σχεδίων με ενίσχυση της χρηματοδότησης και στόχο την άρση των ανισοτήτων στην πρόληψη και θεραπεία της νόσου. Σημαντική επίσης είναι, η βελτιωμένη συλλογή δεδομένων σε όλα τα κράτη μέλη ώστε να τεκμηριώνεται ο λόγος κόστους/οφέλους των δράσεων δημόσιας υγείας και πρόληψης, ενώ ουσιώδης είναι και ο επανασχεδιασμός των συστημάτων υγείας ώστε να εισαχθούν κίνητρα με στόχο την αύξηση των ασθενών που επιτυγχάνουν τους στόχους τους.
Στις σύνθετες υγειονομικές προκλήσεις του μέλλοντος, ο ρόλος της δημόσιας υγείας και της πρόληψης είναι τα κλειδιά για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας και ανθεκτικότητας των συστημάτων υγείας. Είναι, ωστόσο προφανές ότι, δεδομένης της πολιτικής δέσμευσης, απαιτείται αλλαγή στην κουλτούρα, στο μείγμα των πολιτικών που υιοθετούνται και στο ύψος της χρηματοδότησης που αντιστοιχεί στη δημόσια υγεία ώστε να είναι εφικτή η μετάβαση από τη νοοτροπία της ιατρικής περίθαλψης σε στρατηγικές που διατηρούν υγιή τον πληθυσμό.
FA-11204564
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}