Διατροφή

Ο ρόλος της διατροφής και του τρόπου ζωής στην πρόληψη του Διαβήτη τύπου 2

Η παχυσαρκία θεωρείται σήμερα ως ο σημαντικότερος από αυτούς τους παράγοντες για την εμφάνιση του διαβήτη τύπου 2

Τρίτη, 09 Μαρτίου 2004

Δημοσθενόπουλος Χαρίλαος
Κλινικός Διαιτολόγος - Διατροφολόγος

Ο Σακχαρώδης Διαβήτης αποτελεί ένα σημαντικό ιατρικό πρόβλημα με πολλές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις στο γενικό πληθυσμό. Η συχνότητα εμφάνισης και ο επιπολασμός του σακχαρώδη διαβήτη και ιδιαίτερα του διαβήτη τύπου 2 αυξάνεται διαρκώς παγκοσμίως, ως αποτέλεσμα του σύγχρονου τρόπου ζωής, που χαρακτηρίζεται από αυξημένη πρόσληψη θερμίδων και λίπους, της μειωμένης σωματικής δραστηριότητας και του στρες. Επίσημα στοιχεία παρουσιάζουν πενταπλασιασμό του επιπολασμού τα τελευταία 15 χρόνια, ενώ υπολογισμοί δίνουν πάνω από 170 εκατομμύρια άτομα με ΣΔ το 2001 (10 εκατομμύρια από αυτούς με διαβήτη τύπου 2 ζούνε στην Αμερική) και εκτιμήσεις για 300 εκατομμύρια μέχρι το 2025. Από τα άτομα αυτά σήμερα, το 90% των διαβητικών ατόμων παρουσιάζουν διαβήτη τύπου 2.

Ο διαβήτης τύπου 2 είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ της γενετικής προδιάθεσης και περιβαντολλογικών και συμπεριφοριστικών παραγόντων κινδύνου. Αν και η γενετική βάση του διαβήτη τα τύπου 2 δεν έχει ακόμα πλήρως διευκρινιστεί, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι παράγοντες κινδύνου όπως η παχυσαρκία, η μη κατάλληλη διατροφή και η έλλειψη σωματικής δραστηριότητας αποτελούν βασικούς μη-γενετικούς, τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου εμφάνισης της νόσου. Παράλληλα υπάρχουν βέβαια και μη τροποποιήσιμοι παράγοντες όπως η κληρονομικότητα, η εθνικότητα, η ηλικία και το χαμηλό σωματικό βάρος κατά τη γέννηση οι οποίοι επίσης συμβάλλουν στην παθογένεια του Διαβήτη. Η γενετική προδιάθεση φαίνεται από το γεγονός πως μόνο το 30-50% των παχύσαρκων διαβητικών θα αναπτύξει ΣΔ ή διαταραχή της ανοχής της γλυκόζης.

Η ραγδαία αύξηση του επιπολασμού της εμφάνισης του Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2, αλλά και η εμφάνιση επιβαρυντικών επιπλοκών, πολλές από τις οποίες, όπως οι μικροαγγειακές ή καρδιαγγειακές νόσοι, εμφανίζονται κατά τη διάγνωση του, καθιστούν ύψιστης σημασίας, για τα άτομα με υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης ΣΔ, την δυνατότητα έγκαιρης πρόληψη της νόσου και την ανάπτυξη μιας πρωτογενούς παρέμβασης των κινδύνων ανάπτυξης της. Άτομα που συνήθως χρησιμοποιούνται στις αντίστοιχες μελέτες είναι άτομα με διαταραχή ανοχής της γλυκόζης (ΔΑΓ), η οποία είναι μια κατάσταση που αποτελεί πρόδρομη μορφή, με τιμές γλυκόζης που κυμαίνονται από 140 mg/dl έως 190 mg/dl στις 2 ώρες μετά τη λήψη 75 γρ γλυκόζης και τιμές γλυκόζης νηστείας <126 mg/dl.


Η παχυσαρκία (ο βαθμός της, η διάρκεια της, αλλά και η συνεχής αύξηση της) θεωρείται σήμερα ως ο σημαντικότερος από αυτούς τους παράγοντες για την εμφάνιση του διαβήτη τύπου 2, όπως φάνηκε μέσα από μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες όπως η Nurses’ Health Study και η Physicians’ Health Study, αν και οι ακριβείς μηχανισμοί δεν είναι απόλυτα γνωστοί.
Όπως έχει φανεί μέσα από τις παραπάνω αλλά και άλλες μελέτες το 90% των διαβητικών τύπου 2 είναι παχύσαρκα άτομα. Η παχυσαρκία συμβάλλει στη μείωση της ινσουλινοευαισθησίας, και μετέπειτα αύξηση της έκκρισης ινσουλίνης από τα β-κύτταρα του παγκρέατος, ενώ η ινσουλινοέκκριση αντισταθμίζει την υπάρχουσα ινσουλινοαντίσταση, οδηγώντας στην εμφάνιση του διαβήτη.

Έτσι, η απώλεια του υπερβάλλοντος σωματικού βάρους μπορεί να έχει θετική επίδραση στο λεγόμενο μεταβολικό σύνδρομο, ακόμα και να πρόκειται για μια μικρή απώλεια της τάξης του 5-10%. Παράμετροι όπως η υπεργλυκαιμία, η υπερλιπιδιαμία, η υψηλή πίεση και η ινσουλινοαντοχή μπορούν να επηρεαστούν από μια τέτοια μείωση, ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται και αξιοσημείωτη μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης HbA1c (μείωση κατά 10% του ΣΒ οδηγεί σε μείωση κατά 1% της HbA1c) και βελτίωση του προσδόκιμου επιβίωσης.
Μεγάλες μελέτες όπως η SOS-Swedish Obese Subjects, η DPS-Diabetes Prevention Study, και η DPP-Diabetes Prevention Program έδειξαν τη σχέση της απώλειας του σωματικού βάρους (είτε υγιεινοδιαιτητικά, είτε χειρουργικά) με την πρόληψη ή την καθυστέρηση εμφάνισης του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Ειδικότερα η DPP παρουσίασε ότι η μέτρια απώλεια βάρους των συμμετεχόντων οδήγησε σε μείωση της επίπτωσης του ΣΔ τύπου 2 κατά την 4ετία κατά 58%.


Δύο από τις σημαντικότερες και εγκυρότερες μελέτες που έχουν γίνει μέχρι τώρα στο θέμα της πρόληψης της εμφάνισης διαβήτη, με την τροποποίηση της διατροφής ή του γενικότερου τρόπου ζωής είναι η Finish Diabetes Prevention Study και το Diabetes Prevention Programme (DPP).

Η πρώτη, ήταν μια μελέτη με σκοπό τη μελέτη της αποτελεσματικότητας της διατροφής [μείωση της πρόσληψης λίπους (<30% των προσλαμβανομένων θερμίδων), κυρίως των κορεσμένων λιπών (<10%), αύξηση πρόσληψης φυτικών ινών (τουλάχιστον 15 gr για κάθε 1000 kcal προσλαμβανόμενων θερμίδων)], αλλά και του τρόπου ζωής (ατομικό πρόγραμμα μέτριας άσκησης 30 λεπτά κάθε μέρα), στην πρόληψη του ΣΔ τύπου 2 σε 523, παχύσαρκα (μέσο ΒΜΙ »31 kg/m2) άτομα με διαταραχή ανοχής γλυκόζης. Τα αποτελέσματα έδειξαν μια χαμυηλότερη επίπτωση του ΣΔ στην ομάδα της παρέμβασης, μια μικρότερη επίπτωση ΣΔ στα άτομα που πέτυχαν σε υψηλότερο βαθμό τους στόχους της δίαιτας και της άσκησης, και τέλος μια σημαντική μείωση των τριγλυκεριδίων, των επιπέδων ινσουλίνης στις 2 ώρες κατά τη δοκιμασία ανοχής γλυκόζης, καθώς και μείωση της αρτηριακής πίεσης.

Η δεύτερη μελέτη είναι το Diabetes Prevention Program (DPP), που αποτελεί μια σημαντική προοπτική, τυχαιοποιημένη μελέτη, η οποία μελέτησε την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της υγιεινοδιαιτητικής παρέμβασης και της αγωγής με μετφορμίνη αναφορικά με την πρόληψη της εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, σε άτομα με διαραγμένη ανοχή γλυκόζης. Τα αποτελέσματα της έδειξαν μείωση της επίπτωσης του ΣΔ κατά 58% στην ομάδα παρέμβασης με δίαιτα και άσκηση και κατά 31% στην ομάδα της μετφορμίνης, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, ενώ η εμφάνιση του διαβήτη ήταν μικρότερη στην ομάδα της εντατικοποιημένης υγιεινοδιαιτητικής παρέμβασης έναντι της μετφορμίνης.

Η μελέτη αυτή έδειξε ακόμα ότι ο απαιτούμενος αριθμός ατόμων που θα έπρεπε να αντιμετωπισθεί για 3 έτη, ώστε να προληφθεί ένα περιστατικό ΣΔ ήταν 6,9, και ότι η σχετικά "μέτρια" τροποποίηση του τρόπου ζωής για 3 έως 4 χρόνια, που χωρίς να είναι μικρό διάστημα δεν είναι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στην πρόληψη του ΣΔ.


Η μέτρια σωματική δραστηριότητα π.χ. με καθημερινό, χαμηλό σε ένταση, περπάτημα ή η πιο οργανωμένη άσκηση αποτελεί σημαντικό κρίκο στη συνολική προσπάθεια για απώλεια ή συντήρηση του σωματικού βάρους. Δεδομένης της σχέσης του βάρους με την εμφάνιση του ΣΔ, γίνεται φανερό πως η άσκηση συμμετέχει επίσης στην πρόληψη της νόσου, αν και η συμμετοχή της αυτή είναι σαφώς μικρότερη από αυτή της σωστής διατροφής και της υποθερμιδικής δίαιτας. Η άσκηση που μπορεί να συμβάλλει στη μείωση του ΣΒ είναι κυρίως η αεροβική (μέσα από δραστηριότητες όπως είναι το βάδισμα, το ποδήλατο, το κολύμπι, ή η αερόβια άσκηση στο γυμναστήριο), η οποία θα έχει ένταση που θα προσδιορίζεται ανάλογα με τις ανάγκες και τη φυσική κατάσταση του συγκεκριμένου ατόμου. Οι παραπάνω μελέτες έδειξαν ότι σε άτομα που δεν καταφέρνουν να χάσουν βάρος, μια άσκηση μέχρι 4 ώρες την εβδομάδα μπορεί να συμβάλλει στην πρόληψη του ΣΔ.



ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΜΠΕΙΤΕ ΣΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Loading ...
Προσθήκη Σχολίου

ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟ IATRONET.GR

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας


Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας, για να μετρήσουμε την απόδοση των διαφημίσεων και του περιεχομένου και για να αποκτήσουμε εις βάθος γνώση του κοινού που είδε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς. Μπορείτε να αλλάξετε γνώμη και να αλλάξετε τις επιλογές της συγκατάθεσής σας ανά πάσα στιγμή επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο.

Πολιτική Cookies
& Προστασία Προσωπικών Δεδομένων