Τα μακροχρόνια αποτελέσματα ασφάλειας της απρεμιλάστης, του από του στόματος εκλεκτικού αναστολέα της φωσφοδιεστεράσης4 (PDE4), από κλινικές μελέτες που βρίσκονται σε εξέλιξη, παρουσιάστηκαν στο Ετήσιο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Δερματολογίας και Αφροδισιολογίας (European Academy of Dermatology and Venereology – EADV) στη Βιέννη, όπως ανακοίνωσε η εταιρεία Celgene International Sàrl, θυγατρική εταιρεία της Celgene Corporation.
Συγκεκριμένα, παρουσιάστηκαν αναλύσεις συγκεντρωτικών δεδομένων ασφαλείας διάρκειας 156 εβδομάδων (3 ετών) από τις μελέτες ESTEEM 1 και 2 και PALACE 1-3, στις οποίες είχαν ενταχθεί ασθενείς με μέτρια έως σοβαρή κατά πλάκας ψωρίαση (ESTEEM) και ενεργό ψωριασική αρθρίτιδα (PALACE), οι οποίοι λάμβαναν θεραπεία με απρεμιλάστη 30 mg δύο φορές ημερησίως. Οι ασθενείς με ψωριασική αρθρίτιδα λάμβαναν απρεμιλάστη ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με συγχορηγούμενα τροποποιητικά της νόσου αντιρρευματικά φάρμακα (DMARDs), συμπεριλαμβανομένης της μεθοτρεξάτης.
Ο Volker Koscielny, MD, Head of Medical Affairs της Celgene στην Ευρώπη, δήλωσε: «Η ψωρίαση είναι μία σύνθετη και πολύπλευρη χρόνια πάθηση, γεγονός που καθιστά την αντιμετώπισή της μία θεραπευτική πρόκληση. Επιπροσθέτως, ένας σημαντικός αριθμός ασθενών θα αναπτύξει στη συνέχεια ψωριασική αρθρίτιδα. Τα σωματικά συμπτώματα και ο αντίκτυπος της νόσου εκτείνονται πέραν της προσβολής του δέρματος. Κατά συνέπεια, διάφοροι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των εξατομικευμένων αναγκών του κάθε ασθενούς, θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν κατά την αξιολόγηση των κατάλληλων θεραπευτικών επιλογών. Με περισσότερους από 100.000 ασθενείς παγκοσμίως να έχουν λάβει απρεμιλάστη από την έγκρισή της έως σήμερα, είναι σημαντικό να τονιστεί το προφίλ ασφάλειας και αποτελεσματικότητάς της σε αυτή τη συνδυαστική ανάλυση δεδομένων τριών ετών για την ψωρίαση και την ψωριασική αρθρίτιδα».
Στη συγκεντρωτική ανάλυση ασφαλείας έως και τις 16 εβδομάδες συμπεριλήφθηκαν 2.242 ασθενείς (εικονικό φάρμακο: n=913, APR30 n=1.329), με 1.905 ασθενείς (3.527,5 έτη ασθενών) να έχουν λάβει απρεμιλάστη για διάστημα έως και 156 εβδομάδες.
Και στα δύο προγράμματα μελετών, στις 16 εβδομάδες παρακολούθησης, οι πιο συχνά εμφανιζόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες (ΑΕ) (≥5% των ασθενών) μεταξύ των ασθενών που λάμβαναν απρεμιλάστη ήταν διάρροια, ναυτία, κεφαλαλγία, λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος και ρινοφαρυγγίτιδα. Τα περισσότερα περιστατικά διάρροιας/ ναυτίας ήταν ήπιας έως μέτριας βαρύτητας, εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια των πρώτων 2 εβδομάδων χορήγησης της απρεμιλάστης και σε γενικές γραμμές υποχώρησαν μέσα σε έναν μήνα.
Η συχνότητα διακοπής της θεραπείας με απρεμιλάστη εξαιτίας της διάρροιας και της ναυτίας ήταν 1,3% και 1,7% αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια των εβδομάδων 0 έως ≤52 της περιόδου έκθεσης στη θεραπεία και 0% και για τις δύο ΑΕ κατά τη διάρκεια των >104 έως ≤156 εβδομάδων.
Το προσαρμοσμένο στην έκθεση ποσοστό εμφάνισης (Exposure-Adjusted Incidence Rates, EAIR) (EAIR/100 έτη ασθενών) των ΑΕ, των σοβαρών ΑΕ και των διακοπών της θεραπείας που οφείλονταν σε ΑΕ δεν αυξήθηκε με την αυξανόμενη αθροιστική έκθεση στην απρεμιλάστη κατά τη διάρκεια της περιόδου έκθεσης (0 έως ≥156 εβδομάδες, 3.527,5 έτη ασθενών), γεγονός που επιβεβαιώθηκε από την αξιολόγηση των ποσοστών με βάση την έκθεση ανά έτος.
Η συχνότητα εμφάνισης (EAIR/100 έτη ασθενών) μειζόνων ανεπιθύμητων καρδιαγγειακών επεισοδίων (MACE), κακοηθειών και σοβαρών λοιμώξεων για τους ασθενείς που λάμβαναν απρεμιλάστη ήταν συγκρίσιμη με εκείνη των ασθενών που λάμβαναν εικονικό φάρμακο για διάστημα έως και 16 εβδομάδες και παρέμεινε χαμηλή με την παρατεταμένη έκθεση. Δεν αναφέρθηκαν σοβαρές ευκαιριακές λοιμώξεις ή κλινικά σημαντικές επιδράσεις στις εργαστηριακές μετρήσεις.
Τα ποσοστά κατάθλιψης ή αυτοκτονικότητας δεν αυξήθηκαν με την αυξανόμενη αθροιστική μακροχρόνια έκθεση στην απρεμιλάστη. Οι περισσότεροι ασθενείς που λάμβαναν απρεμιλάστη διατήρησαν το σωματικό βάρος τους με απώλεια εντός του 5% του αρχικού τους βάρους, με το 21,1% να εμφανίζει απώλεια σωματικού βάρους >5% στο διάστημα των 156 εβδομάδων της περιόδου έκθεσης στην απρεμιλάστη. Το ποσοστό διακοπής της θεραπείας λόγω απώλειας σωματικού βάρους ήταν χαμηλό.
Επίσης, μία αναδρομική ανάλυση των αποτελεσμάτων από τις μελέτες ESTEEM 1 και 2 εξέτασε τη δυναμική ενός εναλλακτικού εργαλείου για τη μέτρηση της βαρύτητας της νόσου στην ψωρίαση. Η βελτίωση στη βαθμολογία του Δείκτη Έκτασης και Σοβαρότητας της Ψωρίασης (Psoriasis Area and Severity Index, PASI) παραμένει η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη μέθοδος αξιολόγησης της σοβαρότητας τόσο στην κλινική έρευνα όσο και στην κλινική πράξη. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος Δείκτης έχει περιορισμούς, συμπεριλαμβανομένων της πολυπλοκότητας της βαθμολογίας και της έλλειψης προσαρμοστικότητας στις αλλαγές, γεγονός που επισημαίνει την ανάγκη βελτίωσης του τρόπου αξιολόγησης των ασθενών με ψωρίαση.
Ο συνδυασμός της Συνολικής Εκτίμησης του Ιατρού (Physician’s Global Assesment - PGA) και της Περιοχής Επιφάνειας Σώματος (Body Surface Area-BSA) – το συνδυαστικό εργαλείο PGAxBSA – είναι μία απλή μέθοδος αξιολόγησης που μετρά ουσιώδεις κλινικές ανταποκρίσεις των ασθενών με ψωρίαση στις μελέτες ESTEEM, συμπεριλαμβανομένης της ελάχιστης ενεργότητας της νόσου, και είναι ευαίσθητη στην αλλαγή ως προς τη σοβαρότητα της νόσου.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}