Οι τελευταίες εξελίξεις στη θεραπευτική αντιμετώπιση της Χρόνιας Μυελογενούς Λευχαιμίας (ΧΜΛ) παρουσιάστηκαν σε Συνέντευξη Τύπου του Ιδρύματος της Ελληνικής Αιματολογικής Εταιρείας. Η εκδήλωση διοργανώθηκε με αφορμή σχετική επιστημονική συνάντηση με τίτλο «Στοχεύοντας στην ολοκληρωμένη θεραπευτική προσέγγιση της Χρόνιας Μυελογενούς Λευχαιμίας», που έλαβε χώρα το Σάββατο 5 Ιουλίου 2008 υπό την αιγίδα του Ιδρύματος.
Η ΧΜΛ είναι μία από τις τέσσερις πιο συνηθισμένες μορφές λευχαιμίας. Είναι μια αιματολογική κακοήθεια, κατά την οποία τα λευκά αιμοσφαίρια πολλαπλασιάζονται ανεξέλεγκτα, εξαιτίας της ύπαρξης μιας χρωμοσωμικής ανωμαλίας, γνωστής και ως χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας (Ph).
Το χρωμόσωμα αυτό εντοπίζεται σε όλους σχεδόν τους ασθενείς με ΧΜΛ (95%-100%) και οδηγεί στην παραγωγή μιας υβριδικής, παθολογικής κινάσης της τυσορίνης (ΤΚ), με αποτέλεσμα την υπερλειτουργία της. Αυτή η παθολογική κινάση της τυροσίνης ονομάζεται Bcr-Abl, χαρακτηρίζει τη ΧΜΛ και είναι μια εξειδικευμένη πρωτεΐνη, η οποία διαταράσσει το φυσιολογικό ρυθμό παραγωγής των λευκών αιμοσφαιρίων και όχι μόνο.
Η παγκόσμια επίπτωση της ΧΜΛ είναι ένα ή δύο περιστατικά, ανά 100.000 άτομα το χρόνο, ενώ στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 1200 ασθενείς με ΧΜΛ.
Η εισαγωγή του imatinib το 2001, μία από του στόματος θεραπεία που στοχεύει εκλεκτικά στην καθοριστική παθογενετική βλάβη της ΧΜΛ, δηλαδή την παθολογική Bcr-Abl, ήταν μια πραγματική επανάσταση που άλλαξε τα δεδομένα για τους ασθενείς με θετική για το χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας (Ph+) ΧΜΛ, μειώνοντας σημαντικά την θνησιμότητα.
Τα αποτελέσματα μεγάλης κλινικής μελέτης δείχνουν ότι το ποσοστό επιβίωσης των νεοδιαγνωσθέντων ασθενών που λαμβάνουν θεραπεία με imatinib αγγίζει το 95%, 5 χρόνια μετά την έναρξη της θεραπείας.1 Πρόσφατα δεδομένα της Αμερικάνικης Αντικαρκινικής Εταιρείας, επιβεβαιώνουν τη ραγδαία μείωση της θνησιμότητας, αναδεικνύοντας μια μείωση της τάξεως του 75%, από το 2001 έως το 2006.2,3
«Παρ’ όλη την επανάσταση που έφερε το imatinib στην θεραπεία της ΧΜΛ, υπάρχει ένα μικρό ποσοστό ασθενών που αναπτύσσουν αντίσταση ή ανεπιθύμητες ενέργειες σε αυτή τη θεραπεία. Οι ασθενείς αυτοί χρειάζονται καινούργιες θεραπευτικές λύσεις, έτσι ώστε να παρατείνουν την παραμονή τους στα αρχικά στάδια της νόσου» τόνισε ο Καθηγητής Ιωάννης Κλωνιζάκης, Πρόεδρος του Ιδρύματος της Ελληνικής Αιματολογικής Εταιρείας.
Αυτό το θεραπευτικό κενό έρχονται να καλύψουν οι θεραπείες νέας γενιάς όπως το dasatinib, το οποίο κυκλοφορεί από το 2007, αλλά και η νέα, ακόμα πιο εκλεκτική θεραπεία η οποία ήρθε πρόσφατα στην Ελλάδα, το nilotinib.
Η αποτελεσματικότητα του nilotinib, που στοχεύει ακόμα πιο ισχυρά και εκλεκτικά την Bcr-Abl, την καθοριστική δηλαδή παθογενετική βλάβη της ΧΜΛ, επιβεβαιώνεται από τα αποτελέσματα κλινικών μελετών σε ασθενείς με ΧΜΛ, που είχαν προηγουμένως αναπτύξει αντίσταση ή ανεπιθύμητες ενέργειες στο imatinib.
Το nilotinib, χορηγούμενο από του στόματος δις ημερησίως, όπως έδειξαν οι κλινικές μελέτες, προσφέρει υψηλή, άμεση και με διάρκεια ανταπόκριση στους ασθενείς εκείνους που δεν ανταποκρίνονται ή που δεν μπορούν να λάβουν το imatinib λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών.
Η μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών σε αρχικά στάδια της νόσου πέτυχε Πλήρη Αιματολογική Ανταπόκριση (δηλ. ομαλοποίηση της γενικής αίματος), ενώ το 57% και 41% των ασθενών πέτυχαν Μέγιστη και Πλήρη Κυτταρογενετική Ανταπόκριση αντίστοιχα (δηλαδή σημαντική μείωση ή και εξάλειψη του χρωμοσώματος Φιλαδέλφεια στο μυελό των οστών).4 H κυτταρογενετική ανταπόκριση, δηλ.
η μείωση του αριθμού των κυττάρων Ph+, τα οποία ανιχνεύονται με μία εξέταση που ονομάζεται καρυότυπος μυελού των οστών, θεωρείται παραδοσιακά ως ένδειξη αποτελεσματικότητας μιας συγκεκριμένης θεραπείας. Επίσης, πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ότι το nilotinib επιδεικνύει εξαιρετικό προφίλ ασφάλειας, εξασφαλίζοντας μία πολύ καλή ποιότητα ζωής στους ασθενείς, αφού η εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών δεν είναι συχνή.5
«Είναι σημαντικό να υπάρχουν θεραπευτικές επιλογές για τους ασθενείς που δυστυχώς δεν μπορούν να έχουν πλέον κλινικό όφελος από το imatinib λόγω πραγματικής αντίστασης ή πραγματικής δυσανεξίας,» σημείωσε ο κ. Παναγιώτης Παναγιωτίδης, Επικ.
Καθηγητής Αιματολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Αιματολογική Κλινική, Γεν. Νοσοκομείο «Λαϊκό». «Το nilotinib έρχεται να συμπληρώσει τη θεραπευτική αντιμετώπιση της ΧΜΛ, προσφέροντας μία ιδιαίτερα αποτελεσματική και ασφαλή θεραπευτική επιλογή για αυτούς τους ασθενείς.»
Βιβλιογραφία
1. Druker et al. NEJM 2006;355:2408-17.
2. American Cancer Society.; Cancer Facts & Figures 2006
3. American Cancer Society.; Cancer Facts & Figures 2001
4. Kantarjan et al. Oral presentation at ASH 2007. Blood 2007;110(11):abstract #735.
5. Cortes et al. ASH 2007. Blood 2007;110(11):abstract # 1040.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}