Η φλουοραγγειογραφία, είναι μια διαγνωστική μέθοδος για τις παθήσεις του αμφιβληστροειδούς. Βασίζεται στην φωτογράφιση, με μια ειδική φωτογραφική συσκευή, αφού πρώτα χορηγήσουμε στο αίμα ενδοφλεβίως μια χρωστική ουσία (φλουορεσκείνη). Η χρωστική αυτή έχει την ικανότητα να μας δείχνει τα αγγεία και καθώς περνά από μέσα τους γίνεται η φωτογράφιση. Αν υπάρχει διαρροή της χρωστικής τότε υπάρχει βλάβη στο αγγείο και ο οφθαλμίατρος είναι έτσι σε θέση να καταλάβει και να διαγνώσει παθήσεις που έχουν σχέση με τον βυθό μας και τα αγγεία του.
Γίνεται, όταν υπάρχει η υποψία μιας πάθησης του αμφιβληστροειδούς κατά την διάρκεια μιας οφθαλμολογικής εξέτασης. Γίνεται όταν διαπιστωθεί μια πάθηση της οποία αναζητείται η έκταση και η πραγματική διάσταση. Επίσης, ζητείται αυτή η εξέταση όταν θέλουμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη μιας νόσου ή το αποτέλεσμα μιας θεραπείας.
Οι παθήσεις, για τις οποίες γίνεται συχνότερα η φλουοραγγειογραφία είναι η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια και η εκφύλιση της ωχράς κηλίδος. Ο σκοπός είναι να γνωρίσουμε την έκταση των βλαβών και την υπάρξει ή όχι παθολογικών νεοαγγείων για να κανουμε ή όχι θεραπεία με λέιζερ. Υπάρχουν και άλλες παθήσεις του αμφιβληστροειδούς για τις οποίες κάνουμε φλουοραγγειογραφία και έχουν να κάνουν με αυτοάνοσες, εκφυλιστικές και κληρονομικές νόσους του βυθού του ματιού.
Τα computers μας επιτρέπουν σήμερα να έχουμε μια ψηφιακή ανάλυση της εξέτασης και έτσι στην θέση της ειδικής φωτογραφικής μηχανής και του φίλμ έχουμε πιο εξελιγμένα μηχανήματα λήψης και απεικόνησης, ένας υπολογιστή και ένας εκτυπωτή για την άμεση εκτύπωση των φωτογραφιών. Το πλεονέκτημα είναι ότι δεν περιμένουμε πια την εμφάνιση του φίλμ, έχουμε άμεση και καλύτερη ανάλυση της εικόνας και κατά συνέπεια της βλάβης και μπορούμε να επέμβουμε με το laser εφόσον χρειαστεί.
Με τα ψηφιακά αυτά συστήματα έχουμε την δυνατότητα να κάνουμε και μια άλλη εξέταση, την αγγειογραφία με ινδοκυανίνη (ICG). Η μέθοδος είναι η ίδια με την διαφορά ότι αλλάζει η χρωστική (ινδοκυανίνη). Χρησιμοποιείται σε πιο ειδικές περιστάσεις και όταν μόνο υπάρχει κάποια ύποπτη βλάβη που δεν φαίνεται με την φλουοραγγειογραφία.
Θα λέγαμε σε γενικές γραμμές ότι δεν υπάρχουν. Ο ασθενής που υποβάλλεται στην εξέταση θα αποκτήσει μια κίτρινη χροιά στο δέρμα του από την χρωστική ενώ τα ούρα θα είναι πιο σκούρα ια τις επόμενες 24 ώρες. Αυτό είναι κάτι που θεωρείται φυσιολογικό και δεν πρέπει να ανησυχεί ο εξεταζόμενος.
Εχουν παρατηρηθεί και αλλεργικές αντιδράσεις στην χρωστική και λυποθιμικές τάσεις αλλά στο χώρο που γίνεται πρέπει να υπάρχει πάντα ένας αναισθησιολόγος για τέτοια πιθανά ενδεχόμενα και χορηγούνται κατάλληλα φάρμακα εφόσον χρειαστεί.
Αντενδείξεις, είναι βαριές καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες, ηπατοπάθειες, η κύηση κ.α. Στις περιπτώσεις αυτές και εφόσον είναι απαραίτητη να γίνει η εξέταση συζητείται με γιατρούς άλλων ειδικοτήτων και γίνεται ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα.
Στα κέντρα που είναι εξοπλισμένα με φλουοραγγειογραφία, η εξέταση είναι πολύ συχνή ενώ οι επιπλοκές σπάνιες.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}