Είναι απαραίτητο αρχικά να κατανοήσουμε ότι οι νεοπλασματικοί δείκτες δεν αποτελούν χρήσιμο εργαλείο για τον αποκλεισμό του καρκίνου ή για την οριστική διάγνωσή του.
Μπορούν όμως να φανούν χρήσιμοι για την παρακολούθηση της κλινικής πορείας του ασθενή, για την παρακολούθηση της εξέλιξης της θεραπείας του ασθενή και μερικές φορές να φανούν χρήσιμοι για την εκτίμηση της έκτασης του νεοπλάσματος.
Θα αναφερθούμε στη συνέχεια στα κυριότερα ένζυμα που μπορεί να αυξηθούν κατά τον καρκίνο και προσδιορίζονται εύκολα στον ορό του ασθενούς:
Α) Αλκαλική φωσφατάση και γ- γλουταμυλ τρανσφεράση
Τα δύο παραπάνω ένζυμα αυξάνονται σε ηπατικές μεταστάσεις, σε οστικές μεταστάσεις και στη μυελογενή λευχαιμία. Το πλακουντιακό ισοένζυμο της αλκαλικής φωσφατάσης βρίσκεται αυξημένο στο 30% των καρκίνων των ωοθηκών, σε καρκίνους του ενδομητρίου, του πνεύμονα, του μαστού και στο 40% των σπερματογονιωμάτων.
Το εντερικό ισοένζυμο της αλκαλικής φωσφατάσης απαντάται αυξημένο σε κακοήθη νεοπλάσματα του γαστρεντερικού σωλήνα. Τέλος, η γ-GT αυξλανεται κυρίως στο μεταστατικό καρκίνωμα του ήπατος.
Β) Γαλακτική αφυδρογονάση (LDH)
H γαλακτική αφυδρογονάση είναι ιδιαίτερα αυξημένη στο μεταστατικό καρκίνωμα του ήπατος, στα λεμφώματα και στην οξεία λευχαιμία.
Περίπου 50% των ασθενών με κακοήθη νεοπλάσματα παρουσιάζουν αλλοιώσεις της εικόνας της LDH κατά την ηλεκτροφόρηση των ισοενζύμων της. Πολλές όμως φορές, οι αλλοιώσεις αυτές δεν είναι ειδικές και δεν έχουν μεγάλη διαγνωστική αξία.
Αξίζει να αναφέρουμε εδώ, την αύξηση του LDH-5 ισοενζύμου στο καρκίνωμα του προστάτη, και του LDH-3 ισοενζύμου στα κακοήθη λεμφώματα και στην ενεργό χρόνια κοκκιοκυτταρική λευχαιμία.
Γ) Κρεατινική κινάση (CK)
To ένζυμο αυτό, καθώς και το ισοένζυμό του CK-BB, παρουσιάζεται αυξημένο σε διάφορους καρκίνους (προστάτη, μαστού, μικροκυτταρικό καρκίνωμα του πνεύμονα, παχέος εντέρου) στο 30% των αρχόμενων μορφών.
Δ) ΑμυλάσηΗ αμυλάση του ορού αυξάνει στο 8-40% των περιπτώσεων καρκινώματος του παγκρέατος.
Ε) Όξινη φωσφατάσηΗ όξινη φωσφατάση του ορού αυξάνει στο 80% των ανδρών με μεταστατικό καρκίνο του προστάτη και στο 25% των περιπτώσεων χωρίς μεταστάσεις.
Παρακάτω παρουσιάζονται οι συνήθεις φυσιολογικές τιμές των ενζύμων αυτών στον ορό υγιών ατόμων.
ΕΝΖΥΜΑ | ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΙΜΕΣ (U/l) |
Αλκαλική φωσφατάση | 40 - 136 |
γ- γλουταμυλ τρανσφεράση | 5 - 85 |
Γαλακτική αφυδρογονάση | 100 - 190 |
Κρεατινική κινάση | 21 - 232 |
Αμυλάση | 25 - 115 |
Όξινη φωσφατάση | 5,8 - 12,6 |
ΣΤ) Καρκινοεμβρυϊκό Αντιγόνο (CEA) ορού
Το καρκινοεμβρυϊκό αντιγόνο εκφράζεται κατά την κυτταρική ανάπτυξη και αποτελεί γλυκοπρωτεΐνη επιφανείας, που αλληλεπιδρά με τον μικροσκελετό του κυττάρου και απελευθερώνεται στην κυκλοφορία σε ασθενείς με νεοπλασίες.
Η κύρια χρήση του συνίσταται στην μετεγχειρητική παρακολούθηση του παραμένοντος, μεταστατικού ή υποτροπιάζοντος καρκίνου του παχέος εντέρου και λιγότερο άλλων τύπων καρκίνου.
Συνήθως δεν χρησιμεύει για τη διάγνωση τοπικής υποτροπής. Επίσης, λόγω της χαμηλής ευαισθησίας και ειδικότητας που διαθέτει, δεν συνιστάται ως εξέταση αποκλεισμού ή μη της κακοήθους νεοπλασίας.
Το ήπαρ είναι ο κύριος ιστός μεταβολισμού του CEA , επομένως καλοήθη ηπατικά νοσήματα που εμποδίζουν την ηπατική λειτουργία συνήθως προκαλούν αύξησή του στον ορό.
Οι φυσιολογικές τιμές στον ορό είναι 0,1 - 5 ng / ml .
Είναι αυξημένο σε:
-
καρκίνο, ενώ παρατηρείται μεγάλη αλληλοεπικάλυψη μεταξύ κακοήθων και καλοήθων νεοπλασιών, δηλαδή η αύξηση της συγκέντρωσής του στον ορό είναι ενδεικτική και όχι διαγνωστική καρκίνου.
Το 75 % των ασθενών με καρκίνωμα από το έσω βλαστικό δέρμα (παχέος εντέρου, στομάχου, πνεύμονα, παγκρέατος ) έχουν CEA > 2,5 ng / ml από τους οποίους τα 2/3 έχουν CEA > 5 ng / ml . Επίσης, το 50 % των ασθενών με καρκίνωμα που δεν προέρχεται από το έσω βλαστικό δέρμα ( μαστού, τραχήλου, ωοθήκης ) έχουν CEA > 2,5 ng / ml από τους οποίους το 50 % έχουν CEA > 5 ng / ml . Τέλος, είναι αυξημένο στο 30 % των ασθενών με μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα και στο 65 % των ασθενών με άλλου τύπου καρκίνο του πνεύμονα, καθώς και σε μη κακοήθεις φλεγμονώδεις παθήσεις του πεπτικού συστήματος (ελκώδη κολίτιδα, πεπτικό έλκος, χρόνια παγκρεατίτιδα ). -
ηπατοπάθειες (αλκοολική κίρρωση, αποφρακτικός ίκτερος).
Σε μελέτη που περιελάμβανε 700 υγιή άτομα, βρέθηκε ότι τα επίπεδα του CEA στους άνδρες είναι υψηλότερα από τα αντίστοιχα επίπεδα στις γυναίκες και ότι οι φυσιολογικές τιμές του στους καπνιστές γενικά, είναι διπλάσιες από τους μη καπνιστές. Δεν αποτελεί όμως ούτε ιστοειδικό, ούτε ογκοειδικό δείκτη, παραμένει όμως ένας από τους γνωστότερους δείκτες και θεωρείται ως γενικός δείκτης καρκίνου. Οι συγκεντρώσεις στον ορό δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνες τους για να τεθεί η διάγνωση αλλά σε συνάρτηση με άλλα ευρήματα μπορούν να βοηθήσουν στη διαγνωστική έρευνα της παρουσίας καρκινώματος.
Ζ) Ειδική νευρωνική ενόλαση (NSE) ορού
Η NSE αποτελεί γλυκολυτικό ένζυμο που καταλύει την μετατροπή του 2 – φωσφογλυκερικού και του φωσφοενολπυροσταφυλικού. Η NSE εκφράζεται στον μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα, στο νευροβλάστωμα, στο μελάνωμα, στους παγκρεατικούς ενδοκρινικούς όγκους, στους καρκινοειδείς όγκους του εντέρου, σε ορισμένους όγκους του προστάτη και στο μυελοειδές καρκίνωμα του θυρεοειδούς.
Φαίνεται δηλαδή ότι η παρουσία της NSE συσχετίζεται με τον υψηλό ρυθμό κυτταρικού θανάτου των κυττάρων νευροενδοκρινούς διαφοποίησης. Στον μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα έχει αποδειχθεί ότι η NSE, μαζί με την αλβουμίνη του ορού, είναι από τους καλύτερους προγνωστικούς δείκτες επιβίωσης των ασθενών.
Αυξημένα ποσά της ΝSE έχουν ανιχνευθεί στο 52 – 85 % των ασθενών με μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα, ενώ μόνο στο 4 – 38 % των ασθενών με μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα. Έχει επίσης αναφερθεί αύξηση των επιπέδων της NSE στο 1 – 18 % ασθενών με μη κακοήθη νοσήματα του πνεύμονα.
Οι φυσιολογικές τιμές στον ορό είναι μικρότερες από 15,2 ng/l.
Η) Α - Εμβρυική σφαιρίνη (AFP) ορού
H ΑFP είναι μια γλυκοπρωτεΐνη με αυξημένες δομικές ομοιότητες με την αλβουμίνη. Θεωρείται ότι έχει ρόλο μεταφορικής πρωτεΐνης στο έμβρυο για τη μεταφορά των λιπαρών οξέων και των οιστρογόνων και συμβάλλει στην εμβρυϊκή αιμοποίηση.
Οι φυσιολογικές τιμές στον ορό είναι μικρότερες από 15 ng/ml. Kατά την 30η εβδομάδα της κύησης οι συγκεντρώσεις της στον ορό της εγκύου είναι μέχρι 250 ng/ml. H ΑFP αποτελεί επίσης πολύ σημαντικό δείκτη καρκίνου στην διάγνωση του πρωτοπαθούς ηπατοκυτταρικού καρκίνου και του παιδικού ηπατοβλαστώματος, σε καρκίνους που οφείλονται σε όγκους γεννητικών κυττάρων ( εμβρυϊκό καρκίνωμα, όγκοι λεκιθικού ασκού ), στον καρκίνο των όρχεων και των ωοθηκών, του στομάχου, του παγκρέατος και των ηπατικών μεταστάσεων.
Αξίζει τέλος να σημειώσουμε ότι ο προσδιορισμός της AFP βοηθά στον έλεγχο αποκλεισμού ελαττωμάτων του εμβρύου και παθήσεων του πλακούντα κατά την κύηση. Συγκεκριμένα, είναι αυξημένη αυξημένη σε ανοικτό νευρικό σωλήνα και ελαττώματα του πρόσθιου τοιχώματος που συνοδεύονται από αποκάλυψη των επιφανειακών εμβρυϊκών υμένων και των αιμοφόρων αγγείων και είναι ελαττωμένη στην τρισωμία 21.
Συνδυάζοντας τα επίπεδα της AFP στον ορό της εγκύου με τον προσδιορισμό της ελεύθερης οιστριόλης και της χοριακής γοναδοτροπίνης μπορούν να ανιχνευθούν σε μεγάλο ποσοστό οι περιπτώσεις του συνδρόμου Down.
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}