Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ο όγκος του πλάσματος στο αίμα αυξάνεται περισσότερο από τα ερυθρά αιμοσφαίρια, με αποτέλεσμα να έχουμε αιμοαραίωση, που αντικατοπτρίζεται με πτώση της τιμής του αιματοκρίτη και της αιμοσφαιρίνης.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η κατάσταση πιθανώς να εξελιχθεί σε αναιμία, η οποία όμως μπορεί να αντιμετωπιστεί προληπτικά με θετικά αποτελέσματα.
Αναιμία ονομάζουμε την πτώση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή/και της αιμοσφαιρίνης σε σταθερό όγκο αίματος. Η εγκυμοσύνη προκαλεί σημαντικές αλλαγές τόσο στα έμμορφα - κυτταρικά στοιχεία του αίματος όσο και στον όγκο του πλάσματος.
Η αύξηση του όγκου του πλάσματος φτάνει το 45% - 50%, που οφείλεται σε μια σειρά μηχανισμούς όπως η αύξηση των οιστρογόνων από τον πλακούντα, που διεγείρει το σύστημα ρενίνης - αγγειοτενσίνης - αλδοστερόνης, όπου η τελευταία προάγει αύξηση κατακράτησης Νa+ και νερού από τους νεφρούς.
Η προγεστερόνη συμμετέχει επίσης στην αύξηση του όγκου του πλάσματος με παρόμοιους μηχανισμούς.
Η αύξηση του όγκου του πλάσματος αρχίζει από το πρώτο τρίμηνο της κύησης, αλλά γίνεται εμφανέστερη κατά τη διάρκεια του δευτέρου τριμήνου, οπότε σταθεροποιείται γύρω στην 30ή εβδομάδα της εγκυμοσύνης. Έχει παρατηρηθεί μεγαλύτερη αύξηση του όγκου του πλάσματος σε πολύτοκες γυναίκες με έμβρυα μεγάλου βάρους, όπως συμβαίνει και στην πολύδυμη κύηση.
Ο όγκος του πλάσματος επανέρχεται στα φυσιολογικά επίπεδα τρεις εβδομάδες μετά τον τοκετό. Η αύξηση του όγκου των ερυθρών αιμοσφαιρίων δεν ξεπερνά το 30%, που αντιστοιχεί σε 450 ml ερυθρών αιμοσφαιρίων. Η αύξηση αυτή εξαρτάται άμεσα από τη λήψη ή μη σιδήρου κατά τη διάρκεια της κύησης.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι κατά τη διάρκεια της κύησης υπάρχει δυσανάλογη αύξηση του όγκου του πλάσματος σε σχέση με τον όγκο των ερυθρών αιμοσφαιρίων, που έχει ως αποτέλεσμα την αιμοαραίωση. Αυτό αντικατοπτρίζεται εργαστηριακά με την πτώση της τιμής του αιματοκρίτη και της αιμοσφαιρίνης από τον τρίτο μήνα της κύησης, ενώ το μέγιστο της μείωσης αυτής παρατηρείται από τον πέμπτο μέχρι τον όγδοο μήνα.
Μετέπειτα εμφανίζεται αύξηση των τιμών αυτών στις τελευταίες εβδομάδες της κύησης μέχρι και τον τοκετό. Κατά συνέπεια μιλάμε για αναιμία στη διάρκεια της εγκυμοσύνης όταν η αιμοσφαιρίνη έχει συγκέντρωση μικρότερη των 10 gr/dl, ενώ εκτός εγκυμοσύνης όταν η τιμή αυτή είναι κάτω από 12 gr/dl.
Πότε έχουμε αναιμία
Οι αναιμίες είναι παθολογικές καταστάσεις που αιτιολογικά οφείλονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
-
Στη μειωμένη παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων.
-
Στην αυξημένη - πρόωρη καταστροφή ερυθρών αιμοσφαιρίων.
-
Στη μεγάλη απώλεια αίματος.
Τα εργαστηριακά αποτελέσματα στις τρεις περιπτώσεις παρουσιάζουν πτώση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων, της αιμοσφαιρίνης και του αιματοκρίτη από τις κατώτερες φυσιολογικές τιμές. Στον παρατιθέμενο πίνακα αναφέρονται μερικές από τις συνηθέστερες αναιμίες κατά την κύηση.
Η πιο συχνή αναιμία στην κύηση είναι η σιδηροπενική. Πρόκειται για αναιμία που οφείλεται είτε στη μη επαρκή λήψη σιδήρου σε καταστάσεις αυξημένων απαιτήσεων λόγω κακής διατροφής, είτε στη μείωση απορρόφησης σιδήρου από το ανώτερο γαστρεντερικό σύστημα, είτε στη χρόνια απώλεια αίματος.
Τα κλινικά συμπτώματα και σημεία είναι αυτά που χαρακτηρίζουν κάθε αναιμία όπως κόπωση, καταβολή δυνάμεων, αδυναμία, ωχρότητα δέρματος και επιπεφυκότων, δύσπνοια, καθώς και ειδικά συμπτώματα και σημεία λόγω της έλλειψης σιδήρου, όπως γλωσσίτιδα, χειλίτιδα, κοιλονυχία, οξυθυμία, παγοφαγία και μετακρικοειδής οισοφαγική δυσφαγία.
Η εγκατάσταση τόσο των κλινικών όσο και των εργαστηριακών ευρημάτων είναι σταδιακή. Η έντονη σιδηροπενική αναιμία, όπου δεν αναγνωρίζεται και δεν θεραπεύεται έγκαιρα, μπορεί να δημιουργήσει αυξημένο κίνδυνο για την εμφάνιση προεκλαμψίας, λιποβαρών και θνησιγενών εμβρύων εξαιτίας των διαταραχών ενδομήτριας ανάπτυξης.
Η αντιμετώπιση
Για την αντιμετώπιση της σιδηροπενικής αναιμίας στην εγκυμοσύνη, σήμερα προτείνεται η προληπτική χορήγηση σιδήρου από τη 12η - 15η εβδομάδα μέχρι και το τέλος της. Η προληπτική αντιμετώπιση περιλαμβάνει χορήγηση από το στόμα σκευασμάτων θειικού, φουμαρινικού ή γλυκονικού σιδήρου σε δοσολογία, κατά την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ), 30 - 60 mg στοιχειακού σιδήρου την ημέρα και η ενθάρρυνση της εγκύου για σωστά ισορροπημένη διατροφή.
Ενώ για εγκύους με έλλειψη σιδήρου συνιστάται δοσολογία 120 - 40 mg την ημέρα. Εργαστηριακή βελτίωση μετά τη χορήγηση σιδήρου θα αντικατοπτριστεί σε αύξηση των δικτυοερυθροκυττάρων έπειτα από 7 - 10 ημέρες από την έναρξη της θεραπείας και αύξηση της τιμής της αιμοσφαιρίνης κατά 0,7 - 1 gr/dl την εβδομάδα.
Η αναιμία στην κύηση είναι παθολογική κατάσταση που χρειάζεται τόσο την αμέριστη προσοχή της εγκύου όσο και τη συνεργασία του αιματολόγου με τον μαιευτήρα γυναικολόγο, ο οποίος παρακολουθεί την κύηση. Ακρογωνιαίος λίθος στην ευτυχή κατάληξη της κύησης σε μια τέτοια δύσκολη περίπτωση είναι η σωστή παρακολούθηση και η ενημέρωση της εγκύου από τον ιατρό της και η εμπιστοσύνη της προς αυτόν.
Οι συνηθέστεροι τύποι αναιμίας κατά την κύηση
'Φαινομενικές' αναιμίες
-
Φυσιολογική αναιμία της κύησης, που οφείλεται σε αιμοαραίωση.
Αναιμίες λόγω ελαττωμένης
παραγωγής ερυθρών αιμοσφαιρίων
-
Σιδηροπενική αναιμία λόγω έλλειψης σιδήρου.
-
Μεγαλοβλαστική αναιμία εξαιτίας έλλειψης φυλλικού
οξέος ή VitB 12. -
Αμιγής απλασία ερυθράς σειράς (αναιμία Diamond - Blackfran).
-
Απλαστική αναιμία.
Αναιμίες λόγω αυξημένης - πρόωρης
καταστροφής ερυθρών αιμοσφαιρίων
-
Δρεπανοκυτταρική αναιμία.
-
Α και Β μεσογειακή αναιμία.
-
Μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία.
-
Αυτοάνοσες αιμολυτικές αναιμίες θερμού ή ψυχρού τύπου.
-
Μικροαγγειοπαθητικές αιμολυτικές αναιμίες.
Πηγές:
Χρήστος Γ. Τσίντζος, Μαιευτήρας - Γυναικολόγος, Συνεργάτης Μαιευτηρίου ΛΗΤΩ
{{dname}} - {{date}}
{{body}}
Απάντηση Spam
{{#subcomments}} {{/subcomments}}