Πολλαπλές είναι οι επιπτώσεις των παθήσεων του θυρεοειδούς αδένα στην αναπνευστική λειτουργία. Ο υποθυρεοειδισμός, ο υπερθυρεοειδισμός, η οζώδης βρογχοκήλη και ο καρκίνος του θυρεοειδούς είναι πιθανό να οδηγήσουν σε ένα ευρύ φάσμα αναπνευστικών προβλημάτων που κυμαίνονται από ήπια δύσπνοια έως εμφανή αναπνευστική ανεπάρκεια.

Ο υποθυρεοειδισμός είναι συχνό κλινικό πρόβλημα, με τον επιπολασμό του σε κοινότητες με ανεπάρκεια ιωδίου να κυμαίνεται από 1% έως 2% και τη συχνότητα εμφάνισής του να είναι δέκα φορές μεγαλύτερη στις γυναίκες συγκριτικά με τους άνδρες, όπως μας εξηγεί ο Καθηγητής Χειρουργικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Διευθυντής της Χειρουργικής Κλινικής στον Όμιλο ΥΓΕΙΑ, κ.Δημήτρης Λινός.

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η πάθηση οφείλεται στην αυτοάνοσο χρόνια λεμφοκυτταρική θυρεοειδίτιδα, μια νόσο γνωστή ως θυρεοειδίτιδα Hashimoto. Πρόκειται για μια αργά εξελισσόμενη νόσο, όπου ο οργανισμός παράγει αυτοαντισώματα, τα οποία βλέπουν τον θυρεοειδή σαν ξένο σώμα και του επιτίθενται για να τον “εξουδετερώσουν”.

Για τις συνέπειες του υποθυρεοειδισμού στην αναπνευστική λειτουργία έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές μελέτες, οι οποίες έχουν αποκαλύψει ότι η νόσος μπορεί να προκαλέσει αποφρακτική άπνοια ύπνου. Αιτία είναι πιθανότατα το μειωμένο εύρος των ανώτερων αναπνευστικών οδών στους ασθενείς, που οφείλεται στη διόγκωση της γλώσσας και του φάρυγγα. Άλλη μια επίπτωση του υποθυρεοειδισμού είναι η μείωση της δύναμης των αναπνευστικών μυών και άλλων σκελετικών μυών, η οποία οδηγεί σε μειωμένη αντοχή στην άσκηση.Ορισμένες μελέτες έχουν καταδείξει μειωμένη πνευμονική λειτουργία.

Επίσης, έχει διαπιστωθεί ότι προκαλεί πνευμονική υπέρταση, ενώ σε ασθενείς με πολύ σοβαρό υποθυρεοειδισμό μπορεί να εμφανιστεί συλλογή υγρού στον πνεύμονα. Ακόμη και με την παρουσία φυσιολογικών ακτινογραφιών θώρακος, αερίων αρτηριακού αίματος και σπιρομέτρησης σε ασθενείς με υποθυρεοειδισμό, η διαχυτική ικανότητα του πνεύμονα για το μονοξείδιο του άνθρακα (DLCO),δηλαδή η ικανότητα των πνευμόνων να διαχέουν οξυγόνο προς το αίμα και να διώχνουν το διοξείδιο του άνθρακα μπορεί να μειωθεί σημαντικά.

Οι ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό μπορούν να βιώσουν δύσπνοια τόσο κατά τη διάρκεια της δραστηριότητας όσο και κατά την ηρεμία. Όταν συνυπάρχουν δε, καρδιακές διαταραχές, αυτές οι κλινικές εκδηλώσεις μπορεί να είναι πιο συχνές και πιο σοβαρές. Τα υψηλά επίπεδα θυρεοειδικής ορμόνης προκαλούν υπεραερισμό και αύξηση της αναπνευστικής απόκρισης στην υποξία και την υπερκαπνία, ενώ η ζωτική ικανότητα μειώνεται, λόγω της αναπνευστικής μυϊκής αδυναμίας.
Κλινικές παρατηρήσεις έχουν βρει συσχετισμό μεταξύ του υπερθυρεοειδισμού, ιδιαίτερα της νόσου του Graves, με την πνευμονική αρτηριακή υπέρταση, χωρίς ωστόσο να έχουν γίνει πλήρως κατανοητές οι αιτίες και οι μηχανισμοί. Επιπτώσεις υπάρχουν και στα νεογνά μητέρων με νόσο του Graves, τα οποία μπορεί να αναπτύξουν σοβαρές μεταβολικές διαταραχές και διαταραχές της ανάπτυξης, που συνδέονται με σοβαρή πνευμονική υπέρταση και αναπνευστική ανεπάρκεια.
Αναπνευστικά προβλήματα μπορεί να προκληθούν και εξαιτίας της ανάπτυξης θυρεοειδικών όζων. Αν και η εμφάνισή τους στην πρόσθια θέση, που είναι και η συνηθέστερη, δεν πιέζουν την τραχεία, η μονόπλευρη, οπίσθια ανάπτυξη όζων ή η έντονη υπερτροφία ενός λοβού του αδένα μπορεί να οδηγήσει σε συμπίεση των άνω αεραγωγών. Τότε οι ασθενείς παρουσιάζουν δύσπνοια, συριγμό και βήχα.

«Η πίεση από πολύ μεγάλους θυρεοειδικούς όζους αλλά και η διήθηση από προχωρημένο καρκίνο του θυρεοειδούς μπορεί να συνοδεύεται από δυσκολία στην αναπνοή», σημειώνει ο πρώην Πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρείας Χειρουργών των Ενδοκρινών Αδένων Καθηγητής κ. Λινός.

Μια πρόσφατη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο International Journal of Chronic Obstructive Pulmonary Disease, έδειξε ότι η δυσλειτουργία του θυρεοειδούς είναι συχνή σε ασθενείς με Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ). Επίσης, έδειξε ότι τα κλινικά συμπτώματα της δυσλειτουργίας του θυρεοειδούς κρύβονται συχνά από τα συμπτώματα των ατόμων με οξεία επιδείνωση της χρόνιας αποφρακτικής πνευμονικής νόσου, το οποίο οδηγεί σε παραμέληση και διαγνωστικές δυσκολίες, και συνεπώς σε μη θεραπεία της διαταραχής. Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι πρέπει να παρακολουθείται η λειτουργία του θυρεοειδούς σε ασθενείς με ΧΑΠ και να θεραπεύεται κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, επειδή αυτό σχετίζεται με την καλή πορεία τους.

«Η τακτική παρακολούθηση του θυρεοειδούς μπορεί να εντοπίσει εγκαίρως τις δυσλειτουργίες του αδένα και με την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή να αποφευχθούν όλες οι αρνητικές επιπτώσεις, οι οποίες δεν περιορίζονται στο αναπνευστικό σύστημα αλλά επηρεάζουν πάρα πολλά όργανα του σώματος.

Άλλοτε η θεραπεία είναι συντηρητική και άλλοτε χειρουργική. Η τελευταία είναι η απόλυτη επιλογή για τον καρκίνο του θυρεοειδούς, αλλά και για την οζώδη βρογχοκήλη, όταν αυτή είναι ευμεγέθης και προκαλεί συμπτώματα, όπως και όταν συνυπάρχει υπερθυρεοειδισμός, ή καρκίνος του θυρεοειδούς. Η θυρεοειδεκτομή επιλέγεται και στα άτομα με υπερθυρεοειδισμό όταν η συντηρητική αγωγή έχει αποτύχει, όταν υποτροπιάζει και όταν εμφανιστεί ενεργή οφθαλμοπάθεια του Graves», διευκρινίζει ο Καθηγητής  Δημήτρης Λινός.

Οι σύγχρονες χειρουργικές τεχνικές και ιδιαίτερα η Minimally Invasive Non Endoscopic Thyroidectomy (MINET) που πρώτος εφάρμοσε ο Καθηγητής και καθιέρωσε διεθνώς προσφέρουν εξαιρετικά αποτελέσματα. Η MINET εγγυάται ριζικότερη θυρεοειδεκτομή και οι ασθενείς που χειρουργούνται με αυτή έχουν τα ασφαλέστερα αλλά και τα καλύτερα αισθητικά αποτελέσματα.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Πώς φροντίζω κάθε τύπο  δέρματος
Καρδιακή προσβολή: Οι β-αναστολείς συνδέονται με κατάθλιψη στη μετεγχειρητική φροντίδα
Δράμα: Κανένα ενδιαφέρον για 5 θέσεις παθολόγων, παρά το επίδομα άγονου