Τα ADC’s, νέας γενιάς συζευγμένα με αντίσωμα φάρμακα χημειοθεραπείας, λέγονται και χημειοθεραπευτικές "βόμβες", γιατί επιτρέπουν την στοχευμένη χορήγηση μεγάλης ποσότητας χημειοθεραπείας απευθείας στα καρκινικά κύτταρα.
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των πολλά υποσχόμενων φαρμάκων δεύτερης γενιάς, trastuzumab deruxtecan + sacituzumab govitecan, στην καθημερινή κλινική πρακτική στην Ελλάδα, αποτέλεσε το αντικείμενο μελέτης με τη συμβολή επιστημόνων από 23 Κέντρα της Ελληνικής Συνεργαζόμενης Ογκολογικής Ομάδας (HeCOG).
Η παθολόγος - ογκολόγος MD, PhD, Έλενα Φούντζηλα (φωτογραφία), κλινική αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου και συνεργάτιδα της Κλινικής "Άγιος Λουκάς" της Θεσσαλονίκης, συγκέντρωσε και ανέλυσε τα δεδομένα από τη χορήγηση σε 300 Ελληνίδες ασθενείς τον τελευταίο 1,5 χρόνο. Η ίδια μιλά στο iatronet.gr για τα αποτελέσματα της μελέτης, τα οποία παρουσίασε στο 14ο European Breast Cancer Conference (EBCC) στο Μιλάνο (φωτογραφία κάτω), ενώ εξηγεί τον τρόπο δράσης των ADC’s κατά των καρκινικών κυττάρων.
Τί είναι τα ADC’s
"Πρόκειται για χημειοθεραπεία συζευγμένη με κάποιο αντίσωμα, το οποίο στοχεύει μία πρωτεϊνη, ένα μόριο, πάνω στα καρκινικά κύτταρα. Προσπαθούμε να βρούμε τέτοιες πρωτεϊνες που υπάρχουν σε μεγάλη ποσότητα στα καρκινικά κύτταρα και όχι στα φυσιολογικά, ώστε να γίνεται στοχευμένη χορήγηση στα καρκινικά και να περιορίσουμε τις παρενέργειες", εξηγεί η κ. Φούντζηλα και προσθέτει: "τα λέμε χημειοθεραπευτικές 'βόμβες', γιατί ουσιαστικά δίνουμε μεγάλη ποσότητα χημειοθεραπείας, στοχευμένη στον καρκίνο. Αυτά τα μόρια έχουν ένα αντίσωμα, συνδεδεμένο με έναν συνδέτη, με πολλά μόρια χημειοθεραπείας. Τραβάει το αντίσωμα την χημειοθεραπεία στα καρκινικά κύτταρα, ενσωματώνεται σε αυτά και απελευθερώνει μια μεγάλη ποσότητα χημειοθεραπείας".
Τα δεύτερης γενιάς αντισώματα είναι ακόμη πιο δραστικά από τα παλιότερα, όπως το TDM-1 για τον καρκίνο του μαστού. "Κουβαλούν πιο πολλά μόρια χημειοθεραπείας, είναι καλύτερος ο συνδέτης, έχουν άλλο μηχανισμό δράσης: κάποια από τα μόρια της χημειοθεραπείας, όπως καταστρέφουν τα καρκινικά κύτταρα, πηγαίνουν και δρουν και στα γειτονικά καρκινικά κύτταρα. Οπότε και κάποια κύτταρα που δεν εκφράζουν τόσο πολύ αυτή την πρωτεϊνη καταστρέφονται κι αυτά", εξηγεί η παθολόγος - ογκολόγος. Τα δεύτερης γενιάς φάρμακα που αποτέλεσαν το αντικείμενο της μελέτης έχουν εγκριθεί τον τελευταίο 1,5 χρόνο και χορηγούνται σε κάποιες κατηγορίες ασθενών με μεταστατικό καρκίνο μαστού, μετά από μια γραμμή κλασικής θεραπείας.
Η μελέτη
Η ερευνήτρια μελέτησε τα δεδομένα καθημερινής κλινικής πρακτικής (real world data) από την χορήγηση των συγκεκριμένων φαρμάκων στον γενικό πληθυσμό των ασθενών με μεταστατικό καρκίνο μαστού. Εξέτασε την αποτελεσματικότητα και την ασφάλειά τους και συνέκρινε τα ευρήματά της με αυτά των κλινικών μελετών.
"Στις μελέτες που γίνονται στην Αμερική, στην Ευρώπη και αλλού, συμμετέχουν ειδικές κατηγορίες ασθενών, οι οποίες θα πρέπει να είναι σε καλή κατάσταση, να μην έχουν σοβαρές συννοσηρότητες. Για παράδειγμα, αποκλείονται ασθενείς που έχουν νεφρική, ηπατική ή καρδιακή ανεπάρκεια, ενώ συνήθως δεν συμμετέχουν οι πιο ηλικιωμένοι ασθενείς", εξηγεί η κ. Φούντζηλα και συμπληρώνει: "Τα δεδομένα καθημερινής κλινικής πρακτικής έχουν τεράστια αξία γιατί αφορούν τους ασθενείς της κοινότητας. Μπορούμε να δούμε για παράδειγμα αν αυτά τα φάρμακα μπορούν να χορηγηθούν σε μια κυρία ηλικιωμένη 85 ετών ή αν πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί".
Με τη συνδρομή των συνεργατών της HeCOG από 23 ογκολογικά κέντρα ανά την επικράτεια, συγκεντρώθηκαν δεδομένα από 300 ασθενείς που έλαβαν θεραπεία στην Ελλάδα και εξετάστηκε η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια, σε συνάρτηση με δημογραφικά, παθολογοανατομικά και άλλα χαρακτηριστικά.
"Είδαμε ότι τα δεδομένα αποτελεσματικότητας ήταν ακριβώς ίδια με αυτά των κλινικών μελετών. Αυτό είναι πάρα πολύ ενθαρρυντικό, γιατί ακόμα και σε βαριά προθεραπευμένες ασθενείς, δηλαδή σε μια γυναίκα με μεταστατικό καρκίνο μαστού που έχει πάρει ήδη πέντε διαφορετικές θεραπείες, αυτά τα φάρμακα δρουν αποτελεσματικά", αναφέρει.
Σε ό,τι αφορά την ασφάλεια, καταγράφηκαν τοξικότητες και παρενέργειες, ανάλογες με αυτές που αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία, καθώς και ορισμένες εξαιρετικά σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες, οι οποίες θα αναλυθούν στην επιστημονική δημοσίευση και θα διερευνηθούν.
Εξατομικευμένη ιατρική
Ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος της μελέτης, όπως παρατηρεί η κ. Φούντζηλα, είναι η συλλογή δεδομένων για τον θεραπευτικό αλγόριθμο. "Όλες αυτές οι θεραπείες ξέρουμε ότι έχουν καλύτερη δράση όσο νωρίτερα μπουν στον θεραπευτικό αλγόριθμο, ενώ δεν ξέρουμε αν η μία δουλεύει μετά την άλλη, γιατί αυτά τα φάρμακα είναι καινούργια. Σε έναν μικρό αριθμό ασθενών δείξαμε κάποια αποτελέσματα, όπου το δεύτερο αντίσωμα δεν δούλεψε καλά, αλλά υπήρχαν και περιπτώσεις όπου το δεύτερο δούλεψε καλύτερα από το πρώτο", αναφέρει, εξηγώντας: "Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρούμε δεδομένα και βιοδείκτες που θα μας δείξουν ποια θεραπεία δουλεύει καλύτερα σε συγκεκριμένη ασθενή. Αυτός είναι και ο ρόλος της εξατομικευμένης ιατρικής. Εκεί κινούμαστε όλοι, να βρούμε τις συγκεκριμένες παραμέτρους που θα μας δώσουν τη σωστή επιλογή στην κάθε ασθενή μας".
HeCOG
Η Ελληνική Συνεργαζόμενη Ογκολογική Ομάδα (HeCOG) είναι μια μη κερδοσκοπική συνεργατική ομάδα επιστημονικού χαρακτήρα, η οποία ξεκίνησε το 1990 από 4 ογκολόγους και σήμερα έχει μέλη της δεκάδες επιστήμονες, που συνεργάζονται με 24 ογκολογικά κέντρα στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Στο ενεργητικό της έχει μεγάλο αριθμό μελετών, τόσο κλινικών όσο και μελετών μεταφραστικής έρευνας.
Οι κύριοι στόχοι της εταιρείας είναι:
- Η μελέτη μεθόδων θεραπείας του καρκίνου.
- Η προώθηση της κλινικής και βασικής έρευνας στην Ελλάδα και το διεθνή χώρο, σε συνεργασία με αντίστοιχους φορείς.
- Η διοργάνωση σεμιναρίων και επιστημονικών συμποσίων για την ενημέρωση και επιμόρφωση γιατρών και άλλων επιστημόνων με συναφές αντικείμενο, καθώς και φοιτητών.
- Η οργάνωση αναγνωστηρίων, βιβλιοθηκών και άλλες συναφείς δραστηριότητες.
Ειδήσεις υγείας σήμερα
Περιεμμηνόπαυση: Ερωτήσεις που πρέπει να κάνετε στον γυναικολόγο σας
ECDC: Σημαντική αύξηση κρουσμάτων συγκυτιακού ιού - Ποιους απειλεί ο RSV
Διοικητές νοσοκομείων: Παράδοξα και αντιφάσεις ενός διαγωνισμού