Αγγλικός όρος
enamel
Ορισμός
Η σκληρή, λευκή, πυκνή, ανόργανη ουσία που καλύπτει τη στεφάνη του δοντιού. Η αδαμαντίνη αποτελείται από κρυστάλλους υδροξυαπατίτη, ένα άλας που περιέχει ασβέστιο. Οι κρύσταλλοι είναι διατεταγμένοι έτσι ώστε να σχηματίζουν ράβδο. Οι ράβδοι οργανώνονται για να σχηματίσουν την αδαμαντίνη. Η αδαμαντίνη είναι η σκληρότερη ουσία του ανθρώπινου σώματος. Η αφαλάτωση της αδαμαντίνης μπορεί να οδηγήσει στο σχηματισμό τερηδόνας ή «κενοτόπιου».
Συνώνυμο
enamelum
Ετυμολογία
[Αρχ. Γαλλ esmail, εμαγιέ, σμάλτο]
Υπώνυμος όρος
aprismatic enamel
cervical enamel
gnarled enamel
enamel hypoplasia
mottled enamel