Αγγλικός όρος
angioedema
Ορισμός
Μια κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση οιδηματωδών περιοχών στο δέρμα, τους βλεννογόνους ή στα
εσωτερικά όργανα. Συχνά συσχετίζεται με κνίδωση (κνησμός). Είναι καλοήθης όταν είναι περιορισμένη στο δέρμα αλλά μπορεί να προκαλέσει αναπνευστική
δυσχέρεια όταν εμφανίζεται στο στόμα, στο φάρυγγα ή στο λάρυγγα. Συνήθως οφείλεται σε αντίδραση ευαισθησίας τύπου Ι. Απελευθερώνεται ισταμίνη κατά
την αντίδραση των αντισωμάτων IgE με κάποια αντιγόνα που εισήλθαν στον οργανισμό, όπως είναι τα τρόφιμα και τα φάρμακα, που οδηγεί σε αγγειοδιαστολή
και αύξηση της διαπερατότητας των αγγείων, η οποία με τη σειρά της είναι υπεύθυνη για την εμφάνιση οιδήματος το οποίο δεν αφήνει εντύπωμα κατά την
πίεση το οποίο είναι διαφορετικό από το κανονικό οίδημα. Οι μη αλλεργικές μορφές του αγγειοοιδήματος είναι το κληρονομικό αγγειοοίδημα, το οποίο οφείλεται
σε κάποια ανεπάρκεια του συμπληρώματος και σε αναφυλακτικές αντιδράσεις.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Τα πρώτα που χρησιμοποιούνται είναι τα αντισταμινικά
για άμεση ανακούφιση του ασθενούς. Η επινεφρίνη χρησιμοποιείται όταν υπάρχει οίδημα στο ανώτερο αναπνευστικό, το οποίο εμποδίζει την αναπνοή.
Συνώνυμο
angioneurotic edema
Ετυμολογία
[" + oidema, οίδημα]
Υπώνυμος όρος
hereditary angioedema