Αγγλικός όρος

egophony

Ορισμός

Παθολογική μεταβολή στον ήχο, κάτι σαν το βέλασμα αίγας, που ακούγεται κατά την ακρόαση του θώρακα όταν το άτομο μιλά φυσιολογικά. Σχετίζεται με τη βρογχοφωνία και μπορεί να ακουστεί πάνω από τους πνεύμονες ατόμων με υπεζωκοτική συλλογή ή μερικές φορές στην πνευμονία.

Ετυμολογία

[Ελλ. aix, αίγα + phone, φωνή]