Αγγλικός όρος

essential oil

Ορισμός

Πτητικό έλαιο, ιδιαίτερα ένα που έχει οσμή και παράγει γευστικές αισθήσεις και αποκτάται από συγκεκριμένα φυτά με διάφορα μέσα απόσταξης. Κάποια από αυτά τα έλαια χρησιμοποιούνται από την αρχαιότητα ως συντηρητικά και αντισηπτικά (π.χ., η θυμόλη και η ευγενόλη), κάποια χρησιμοποιούνται ως μυρωδικά, ως αρώματα και ως φάρμακα. Συνήθως πρόκειται για σύνθετες χημικές ενώσεις που είναι δύσκολο να απομονωθούν.

Κύριος όρος

oil