Αγγλικός όρος

ethyl

Ορισμός

Στην οργανική χημεία, η ρίζα C2H5- η οποία περιέχεται σε πολλές ενώσεις, όπως ο αιθυλαιθέρας, η αιθυλική αλκοόλη και το οξεικό αιθύλιο.

Ετυμολογία

[Ελλ. aither, αιθέρας + hyle, ύλη]

Υπώνυμος όρος


ethyl acetate
ethyl aminobenzoate
ethyl biscoumacetate
ethyl chloride