Αγγλικός όρος

allergen

Ορισμός

Κάθε ουσία η οποία προκαλεί αντίδραση υπερευαισθησίας ή μη φυσιολογική ανοσολογική απάντηση. Τα αλλεργιογόνα δεν προκαλούν ανοσολογική απάντηση σε όλους τους ανθρώπους, παρά μόνο σε όσους έχουν προηγουμένως ευαισθητοποιηθεί σε αυτά. Το αλλεργιογόνο δεν είναι απαραίτητο να είναι πρωτεΐνη. Ανάμεσα στα πιο συνηθισμένα αλλεργιογόνα περιλαμβάνονται τα εισπνεόμενα (σκόνη, γύρη, μύκητες, καπνός, αρώματα, οσμές πλαστικών), τα τρόφιμα (σιτάρι, αυγά, γάλα, σοκολάτα, φράουλες), φάρμακα (ασπιρίνη, αντιβιοτικά, οροί) κάποιοι λοιμογόνοι παράγοντες (βακτηρίδια, ιοί, μύκητες, παράσιτα ζώων) κάποιες ουσίες που προσλαμβάνονται με την αφή (χημικά, ζώα, φυτά, μέταλλα) και κάποιοι φυσικοί παράγοντες (ζέστη, κρύο, φως, πίεση, ακτινοβολίες).

Ετυμολογία

[Ελλ. allos, άλλος + ergon, έργο + gentian, γεννάν]

Υπώνυμος όρος

polymerized allergen