Αγγλικός όρος

compensation

Ορισμός

1. Η αποκατάσταση μιας έλλειψης, όπως καρδιακή κυκλοφορία ικανή να καλύψει τις ανάγκες ανεξαρτήτως βαλβιδικής βλάβης.

2. Στην ψυχανάλυση, ψυχολογικός μηχανισμός σύμφωνα με τον οποίο ένα άτομο, το οποίο αισθάνεται ότι είναι ανεπαρκές (π.χ., λόγω νευρώσεων, διαταραχών του χαρακτήρα, ή σωματικής αναπηρίας), αναπληρώνει αυτή την αίσθηση δίνοντας έμφαση, ή χρησιμοποιώντας άλλες προσωπικές δυνατότητες, ή αρετές. Η εξιδανίκευση είναι συχνά παρόμοια, αλλά ποικίλλει υποκαθιστώντας έναν υψηλότερο κοινωνικό στόχο, προκειμένου να ικανοποιήσει το ενδοκοινωνικό κίνητρο μέσω αντικατάστασης, παρά μέσω καθαρής παραλλαγής.

3. Η χρηματική αποζημίωση ατόμου το οποίο τραυματίσθηκε, ιδιαίτερα στον εργασιακό χώρο.

Υπώνυμος όρος

cardiac compensation
failure of compensation
workers compensation