Αγγλικός όρος
alignment
Ορισμός
1.Η πράξη του να τοποθετώ σε ευθεία γραμμή.
2. Η κατάσταση του να βρίσκεσαι σε ευθεία γραμμή.
3. Στην
ορθοπεδική, η τοποθέτηση των τμημάτων ενός οστού που έχει υποστεί κάταγμα σε ορθή ανατομικά θέση.
4. Η ανατομική προβολή μιας δομής
απέναντι από μία άλλη, όπως στις απέναντι αρθρικές επιφάνειες.
5. Στην οδοντιατρική, η τοποθέτηση των οδόντων στην σωστή τους θέση.
6.
Στην ακτινολογία, η τοποθέτηση του τμήματος του σώματος σε σωστή σχέση ως προς το ακτινογραφικό φιλμ και την πηγή των ακτινών Χ προκειμένου να
επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή απεικόνιση.
Ετυμολογία
[Γαλλ. aligner, τοποθετώ σε ευθεία γραμμή]