Αγγλικός όρος
expiration
Ορισμός
1. Η εξώθηση του αέρα από τους πνεύμονες κατά την αναπνοή. Φυσιολογικά, η διάρκεια της εκπνοής είναι βραχύτερη από αυτή
της εισπνοής. Σε γενικές γραμμές, αν η εκπνοή διαρκεί περισσότερο από την εισπνοή, υπάρχει παρούσα μια παθολογική κατάσταση όπως το εμφύσημα ή το
άσθμα.
2. Λήξη, παύση, θάνατος.
Ετυμολογία
[Ελλ. ex, εξ+ Λατ. spirare, αναπνέω]
Υπώνυμος όρος
active expiration
passive expiration