Αγγλικός όρος
endometrioma
Ορισμός
Όγκος που περιέχει έκτοπο ιστό ενδομητρίου. Ανευρίσκεται πιο συχνά στην ωοθήκη, στο ευθυμητρικό κόλπωμα, στο ορθοκολπικό διάφραγμα και στην επιφάνεια του περιτοναίου στο οπίσθιο τοίχωμα της μήτρας.
Ετυμολογία
[Ελλ. endon, ενδόν + tnetm, μήτρα + oma, όγκος]