Αγγλικός όρος
induction
Ορισμός
1. Η διαδικασία πρόκλησης ή παραγωγής, όπως της πρόκλησης τοκετού με ωκυτοκίνη σε περιπτώσεις δυσλειτουργίας της
μήτρας.
2. Η παραγωγή ενός ηλεκτρικού ρεύματος σε ένα αγωγό από ηλεκτρισμό ενός άλλου κοντινού αγωγού.
3. Στην εμβρυολογία, η
παραγωγή ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος από μία χημική ουσία από ένα τμήμα του εμβρύου σε ένα άλλο.
4. Στην αναισθησιολογία, ο
χρόνος από την πρώτη εισπνοή ή έγχυση ενός αναισθητικού αερίου ή φαρμάκου, μέχρι να αποκτηθεί το κατάλληλο επίπεδο αναισθησίας.
5.
Συλλογισμός από το ειδικό στο γενικό.
Συνώνυμο
evocation
Ετυμολογία
[Λατ. inductio, επαγωγή]
Υπώνυμος όρος
rapid-sequence induction