Αγγλικός όρος
replantation
Ορισμός
Χειρουργική επανεμφύτευση ιστού ή δομής που έχει προηγουμένως αφαιρεθεί ή απωλεσθεί, ειδικά, χειρουργική διαδικασία επανασύνδεσης της άκρας χειρός του άνω ή κάτω άκρου με το σώμα, μετά από αποκόλληση λόγω ατυχήματος. Στην οδοντιατρική, η επανατοποθέτηση οδόντα που έχει μετακινηθεί από το φατνίο του.
Ετυμολογία
[Λατ., re, ξανά + planto, φυτεύω]